Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ

Το Θέατρο Κορύβαντες παρουσιάζει σε θεατρική μεταφορά το διήγημα του Μαξίμ Γκόρκι   

Ο διάβολος




 Ο διάβολος στη χώρα των νεκρών υποδέχεται τους άρτι αφιχθέντες νεκρούς, επιμελείται την απογραφή τους και οργανώνει μουσικές θεατρικές παραστάσεις στην κεντρική πλατεία της Κόλασης.

Τη σαιζόν αυτή παρουσιάζει τη σπαρταριστή κωμωδία





Η ιστορία του φιλήδονου Ιβάν Ιβάνοβιτς και η πλήξη του διαβόλου την ημέρα των Θεοφανείων”.

Στο ρόλο του  Ιβάν Ιβάνοβιτς ο ίδιος ο  Ιβάν Ιβάνοβιτς και στο ρόλο του διαβόλου, ο διάβολος αυτοπροσώπως!



Για  τέσσερις μόνο γιορταστικές παραστάσεις, στο δροσερό υπόγειο της οδού Μυλλέρου.

Σκηνοθεσία:      Αντρέας Θεοχάρης 


Ο Διάβολος:         Αντρέας Θεοχάρης

Iβάν Ιβάνοβιτς:    Μαρίνος Μαρούλης



Παρασκευή 28 και Σάββατο 29 Ιουνίου, ώρα 21:00
Πέμπτη 4  και Παρασκευή 5  Ιουλίου, ώρα 21:00 Μυλλέρου 78, Μεταξουργείο Τηλέφωνο:  2155404045 – 6977930787
email:  koryvantes@gmail.com Στάση μετρό Μεταξουργείο

Διάρκεια παράστασης: 75 λεπτά  Γενική είσοδος 5 ευρώ












Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

ΜΑΚΜΠΕΘ

ΘΕΑΤΡΟ ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ



ΟΥΙΛΙΑΜ  ΣΕΞΠΙΡ
Μακμπέθ


ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:             Αντρέας Θεοχάρης
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ :             Γιάννης Κόντος  – Αντρέας Θεοχάρης
ΗΘΟΠΟΙΟΙ:                 Αντρέας Θεοχάρης
                                      Κλαίρη Γιαννικάκη
                                      Μαρίνος Μαρούλης.    
       
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ :     Κώστας Κοπελάρης 
Πατήσαμε το φίδι, δεν το σκοτώσαμε.
Θα γιάνει και θα γίνει πάλι το ίδιο ...
κι η κακιούλα μας εκτεθειμένη πάντα στον κίνδυνο να τη δαγκώσει...
Ας διαλυθεί το σύμπαν, γαία πυρί μειχθείτω
προκειμένου να τρώμε να με το φόβο
και να κοιμόμαστε μ' εκείνους τους εφιάλτες
που μας ταράζουν μες τη νύχτα.
Καλύτερα παρέα με το νεκρό, που στείλαμε στη γαλήνη
για να κερδίσουμε γαλήνη,
παρά αυτό το βασανιστήριο της έντασης που δεν τελειώνει.
Ο Ντάνκαν είναι στον τάφο του.
Μετά τον πυρετό της ζωής κοιμάται καλά.
Η προδοσία έκανε το νούμερό της,
ούτε όπλα ούτε δηλητήρια, προβλήματα οικογενειακά,
εξωτερική πολιτική, τίποτα δεν τον αγγίζει πια.
Αβέβαιος καιρός...
κι εμείς πρέπει να πλένουμε το στέμμα μας
σε κύματα κολακείας και να κάνουμε τα πρόσωπά μας
προσωπίδες στις καρδιές μας.
Να κρύψουμε αυτό  που είναι. (Μακμπέθ, Πράξη τρίτη)       















Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ

ΘΕΑΤΡΟ ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ


ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ

ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ





Θεατρική μεταφορά του διηγήματος του Jean Paul Sartre  "Ηρόστρατος" από την συλλογή διηγημάτων "Ο Τοίχος"

Πριν από δύο χρόνια, στη συμβολή του αδιέξοδου των Δίδυμων Μύλων και της οδού Τουρνεμπρίντ, ένα άθλιο μικρομάγαζο επιδείκνυε ακόμη μια ρεκλάμα για το εντομοκτόνο Tu-pu-nez. Ήταν ήδη εκατό χρόνων και είχε ακμάσει την εποχή που διαλαλούσαν τον μπακαλιάρο στην πλατεία της Αγίας Καικιλίας. Σπάνια έπλεναν τα τζάμια της προθήκης: έπρεπε να καταβάλεις προσπάθεια για να διακρίνεις, ανάμεσα από τη σκόνη και τους υδρατμούς, ένα πλήθος μικρών κέρινων μορφών που αναπαριστούσαν αρουραίους και ποντίκια ντυμένους με φλογερά κόκκινα γιλέκα. 


Τα ζώα αυτά αποβιβάζονταν από ένα μεγάλο πλοίο στηριζόμενα σε ραβδιά. Μόλις πατούσαν στη στεριά, μια χωρική, ντυμένη κομψά, αλλά κάτωχρη και μαύρη από τη λίγδα, τα εξόντωνε ραντίζοντας τα με Tu-pu-nez. Μου άρεσε πολύ αυτό το κατάστημα, είχε μια κυνική και πεισματάρικη ατμόσφαιρα, υπενθύμιζε με αυθάδεια τα δικαιώματα των παρασίτων και της λίγδας, δυο βήματα από την πολυτελέστερη εκκλησία της Γαλλίας.
ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ “Ναυτία”





ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ-ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ :     ΑΝΤΡΕΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ

ΗΘΟΠΟΙΟΙ:                             ΑΝΤΡΕΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ
                                                  ΚΛΑΙΡΗ ΓΙΑΝΝΙΚΑΚΗ
                                   
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ :                 ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΠΕΛΑΡΗΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ  :                                 ΙΟΥΛΙΟΣ ΛΕΝΚΩΦ

“Θα είστε περίεργοι να μάθετε, υποθέτω, τι είναι ένας άνθρωπος που δεν αγαπά τους ανθρώπους. Ε, λοιπόν, αυτός είμαι εγώ, και τους αγαπώ τόσο λίγο,  που εντός ολίγου θα σκοτώσω μισή ντουζίνα. Ίσως να αναρωτηθείτε: γιατί μόνο μισή ντουζίνα; ”

ΗΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ :           ΠΕΜΠΤΗ έως και ΚΥΡΙΑΚΗ
                                                        Ώρα 21.15'. ΘΕΣΕΙΣ: 20.
                                                         Είσοδος:  10 €.
                                                          Διάρκεια Παράστασης:  90 λεπτά.

ΕΝΑΡΞΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ:         ΣΑΒΒΑΤΟ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008
                                                    Ώρα 21.15'.
   
ΘΕΑΤΡΟ ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ
ΜΥΛΛΕΡΟΥ 78, ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ
2155404045, 6977930787








        Τι είναι η ύπαρξη για τον Σαρτρ: Πάνω απ' όλα είναι το  “να είμαι μέσα  στις πράξεις μου και δια μέσου των πράξεών μου”. Χρησιμοποιεί την φράση του Lequier: “ Να φτιάχνεις και φτιάχνοντας να φτιάχνεσαι”- Ο καθένας είναι αυτό που πράττει. “Δεν είσαι τίποτα άλλο παρά η ζωή σου” λέει ένα από τα θεατρικά πρόσωπα του Σαρτρ.  Ο άνθρωπος ορίζεται από τις πράξεις του.


 Δεν υπάρχει  παραγνωρισμένη μεγαλοφυΐα. Ποτέ δεν μπορούμε να καθορίσουμε την αξία αυτών που μας συμβαίνουν, παρά μόνο μέσα από τις πράξεις που τα προκάλεσαν. Τα αισθήματά μας κατασκευάζονται από τις πράξεις μας. Όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα έξω από αυτήν που εκφράζεται στα έργα της, με τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχει και δυνατότητα αγάπης παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται. Ο άνθρωπός είναι όπως προβάλλεται, δεν είναι παρά μόνο αυτός που θα είναι και θα είναι αυτός που θα γίνει. Ο άνθρωπος είναι κατ' αρχήν  ένα σχέδιο (προβολή - projet) που ζει υποκειμενικά, ο άνθρωπος είναι αυτό που θα σχεδιάσει να είναι.     

JEAN WHAL,  “ Φιλοσοφίες του Υπαρξισμού”

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ:
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΣΑΡΤΡ

CATHARINE SAVAGE BROSMAN
   
   
       O Σαρτρικός χαρακτήρας τραβάει την προσοχή μας πάνω σε ένα ιδιαίτερο ζήτημα, το βλέμμα του άλλου, ένα θέμα στο οποίο αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο Είναι και στο Μηδέν.

Αντίθετα με το δικό μου σώμα το σώμα του άλλου συλλαμβάνεται άμεσα σαν κάτι το οποίο κανείς μπορεί απλά να το θεωρήσει  ή να το εκμεταλλευτεί σαν  εργαλείο. Όμως αυτό το εργαλείο με τη σειρά του επαναπροσδιορίζει το δικό μου σώμα και γίνομαι ένα être-objet (είναι-αντικείμενο) γιαυτό. 

Έτσι, όπως κάθε σπουδαστής  του Σαρτρ ξέρει, το βλέμμα του άλλου είνα μια πολύ “μη-ικανοποιητική” εμπειρία. Πράγματι,  το τρίτο μείζον ζήτημα προς συζήτηση σε σχέση με την οπτική αντίληψη είναι ακριβώς η ύπαρξη του άλλου. Άνθρωπος είναι  “το Είναι του οποίου η ουσία είναι να υπάρχει για τον άλλον.”, “Η πρωταρχική μου πτώση είναι η ύπαρξη του άλλου”. Παράλληλα με τη σεξουαλικότητα το βλέμμα είναι ένας βασικός τρόπος για την διαχείριση του  άλλου σαν εργαλείο.  Όπως ο Σαρτρ επιχειρηματολογεί στο Είναι και το Μηδέν,  “ η δομή του  κόσμου συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε να δούμε χωρίς να είμαστε ορατοί. ”.


 Όμως η αντίληψη του άλλου δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί στο οπτικό μέρος της και μόνο.  Ο άλλος, ο οποίος δεν δίνεται σαν αντικείμενο αλλά ως ελευθερία, μαγνητίζει γύρω του το πεδίο της αντίληψης ληστεύοντας με έτσι από ό,τι πριν ανήκε σε εμένα για αυτόν, ο οποίος με υπερβαίνει. Ο ουσιαστικός δεσμός με τον με τον άλλον-σαν-αντικείμενο μπορεί να οδηγήσει στη  πιθανότητα να είμαι συνεχώς κάτω από το βλέμμα του άλλου. Και το να με βλέπουν με συγκροτεί  σαν ένα  “Είναι ανυπεράσπιστο μπροστά σε μια ελευθερία που δεν είναι η δικιά μου ελευθερία”.


Ανθρωπολογικά μιλώντας αυτό μπορεί να συνδεθεί με το “κακό μάτι” στο οποίο ο Σαρτρ αναφέρεται στο δοκίμιό του για τον Tintoretto . Αυτή η δομή υποδηλώνει  ένα είδος δουλείας και έναν συνεχή κίνδυνο, με κάνει να νοιώθω την ελευθερία του άλλου μέσα από αυτό που ο Σαρτρ ονομάζει “ο θάνατος των δυνατοτήτων μου”(. Και αυτό  δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε ή  τουλάχιστον έτσι  πίστευε πριν το “Critique de la raison dialectique”.
Επιπλέον οι άλλοι είναι απόλυτα απαραίτητοι σε εμάς ώστε να είμαστε σε θέση να έχουμε συνείδηση του εαυτού μας,  ξεκινώντας από την  παιδική ηλικία – ή για να το θέσουμε καλύτερα για να έχουμε έναν εαυτό.  Όπως ο Σαρτρ γράφει στις Λέξεις, “η αλήθεια μου, ο χαρακτήρας μου και το όνομα μου ήταν στα χέρια των ενηλίκων, είχα μάθει να με κοιτάζω μέσα από τα μάτια τους”.  Είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαμε να είχαμε ακόμη και πρόσωπο ή μάτια, όπως τα καταλαβαίνουμε, αν οι άλλοι δεν μας τα είχαν αποκαλύψει. Επιπλέον το βλέμμα του άλλου είναι σε θέση να με κοιτάξει από διαφορετικές γωνίες, να με συνθέσει  αντικειμενικά από πίσω. Αυτή η κρίσιμη ικανότητα “να κοιτάζω από πίσω”  φανερά διακατέχει τον Σαρτρ.  Στο έργο του αφθονούν περιστατικά όπου ένα πρόσωπο εμφανίζεται πίσω από ένα άλλο ή το κοιτά από ψηλά και πετυχαίνει έτσι στιγμιαία την μετατροπή του άλλου σε αντικείμενο κυριαρχώντας τον. Παραθέτουμε μερικά παραδείγματα: 
    Η Εύα στο “Δωμάτιο” κοιτάζει από το παράθυρό της το κεφάλι και τους ώμους του πατέρα της.








  Στον “Ηρόστρατο” ο Πωλ Ιλμπέρ  μελετά το σβέρκο ενός από τους περαστικούς  που θα ήθελε να πυροβολήσει αλλά όταν “ η ζάρα του σβέρκου του μου χαμογελούσε σαν ένα στόμα γελαστό και πικρό” αναρωτιέται αν  θα έπρεπε  να πετάξει  το όπλο του. Και όταν ο τύπος στρέφεται προς το μέρος του κάνει ένα βήμα προς τα πίσω.









 Η Λουλού στην “Οικειότητα”, συνεπαρμένη με οτιδήποτε σχετίζεται με τη σάρκα, ντρέπεται που έχει πισινό και φαντάζεται εκνευρισμένη  τους άλλους να χαζεύουν τα οπίσθια της.



 Ο ήρωας στα “Παιδικά χρόνια ενός αρχηγού” νοιώθει άβολα όταν σκέφτεται τους συμμαθητές του στο πίσω θρανίο να κοιτάζουν το σβέρκο του και να χαχανίζουν.  “ Ο σβέρκος και οι ομοπλάτες του τον έτρωγαν συνεχώς
    Φυσικά, ένα βλέμμα μπορεί να συναντηθεί με ένα άλλο που εξίσου  μοιράζεται τον ίδιο σκοπό, της “αντικειμενοποίησης του άλλου” και οι δύο υποκειμενικότητες συγκρούονται, κάθε μια προσπαθώντας να ξεφύγει από την “αντικειμενοποίηση” από το βλέμμα του άλλου. Όλοι οι αναγνώστες του Σαρτρ θυμούνται στιγμές όπου τα βλέμματα δύο ηρώων διασταυρώνονται και δύο υποκειμενικότητες συγκρούονται, η κάθε μία προσπαθώντας να διαφύγει από την αντικειμενοποίηση  της ματιάς του άλλου, μια κεντρική εμπειρία ως το πως ο Σαρτρ κατανοεί την την σύγκρουση με τους άλλους και συνεπώς θεμελίωσης στο Θέατρο και τη λογοτεχνία του. 

   Είναι δυνατόν να ξεπεραστεί αυτή η σύγκρουση; Μια πιθανή συνεργασία ανάμεσα στα δύο βλέμματα θα μπορούσε να προσφέρει  στον καθένα  μιαν  άποψη για τον εαυτό του, αυτό  θα ήταν μια ελεύθερη ανταλλαγή. Σε κάποιο βαθμό αυτό φαίνεται εφικτό: Η καθημερινή ζωή προσφέρει πολλά παραδείγματα του πως το σώμα απολαμβάνει το “γνώθι σεαυτόν” διαμέσου της οπτικής του άλλου, ή με άλλα λόγια το πως το κενό της συνείδησης γεμίζει από μια ικανοποιητική εικόνα που παρέχεται από τον άλλον.


 Ο Σαρτρ συχνά δείχνει  εραστές που παίζουν ο ένας για τον άλλο του ρόλο ενός κολακευτικού καθρέφτη. Αλλά αυτή εξάρτηση από τον άλλον είναι σε σαρτρικούς όρους “μη-αυθεντική” είναι μια πτήση μακρυά από την ελευθερία, μια προσπάθεια να είμαι κάτι. 

    Όμως αυτό ενέχει κίνδυνο, αφού σε αντίθεση με ένα αντικείμενο όπως ο καθρέφτης ή το αεροπλάνο, ο άλλος δεν είναι αδρανής αλλά είναι μια ελευθερία και το βλέμμα του συχνά συνεπάγεται κριτική, κυριαρχία ή πόθο. Είναι μια επιδρομή: ο παρατηρούμενος κατέχεται από τον παρατηρητή.





 Η Εύα  σκέφτεται τον πατέρα της να εξετάζει και να κρίνει το ψυχικά διαταραγμένο γαμπρό του: “Τον είχε κοιτάξει και το  πρόσωπο του Πιέρ ζωγραφίστηκε μέσα στα μεγάλα ζωηρά μάτια του. Τον μισώ όταν τον κοιτάζει, όταν σκέφτομαι ότι τον βλέπει”. Στο “Κεκλεισμένων των θυρών” , όταν η Εστέλ λέει “ 'Όταν δε μπορώ να με κοιτάξω, μάταια ψηλαφώ το πρόσωπό μου, αναρωτιέμαι αν υπάρχω στ' αλήθεια”, η Ινές προτείνει να γίνει ο καθρέφτης της, αναπληρώνοντας την απουσία καθρεφτών στην κόλαση “ Θα σε κοιτάζω συνεχώς.... Θα ζήσεις μέσα στο βλέμμα του, όπως ένας κόκκος σκόνης σε μια ηλιαχτίδα” Αλλά για τον λόγο αυτό, η Εστέλ θα πρέπει να εγκαταλείψει το βλέμμα της


 “ Η εικόνα μου μέσα στον καθρέφτη ήταν πιο ήμερη...Θα χαμογελάσω, το χαμόγελό μου θα πάει στο βάθος των ματιών σας, κι ένας θεός ξέρει τι θ' απογίνει.” 

 Με μια άλλη έννοια, η Ινές κοιτώντας μέσα από την Εστέλ, γίνεται γνώστης του δικού της διεγερμένου σώματός της μέσω αυτής, επιθυμώντας την την κάνει το αντικείμενο που η ίδια δεν θέλει να γίνει.


Η Ινές είναι ο “Καθρέφτης για κορυδαλλούς” ,  που θα γίνει η παγίδα να πιαστεί το φτωχό ανόητο πουλί. Αλλά ο Σαρτρ έχει κατανείμει έτσι τους χαρακτήρες ώστε η αμοιβαιότητα να είναι αδύνατη και ταυτόχρονα καμιά ματιά να μην μπορεί να εξαλειφθεί. Η ίδια η Ινές εξαρτάται από το βλέμμα των υπολοίπων: “Μου κλέψατε μέχρι και το πρόσωπό μου, το γνωρίζετε κι εγώ δεν το γνωρίζω.”
    Αφού η παρατήρηση του άλλου είναι κατοχή και εισβολή, αυτό που οι χαρακτήρες του Σαρτρ επιθυμούν περισσότερο είναι να παρατηρούν τον άλλο, συμπεριλαμβανόμενου και του βλέμματος του άλλου, χωρίς να γίνονται στόχος του. Η πιο ακραία μορφή αυτής της συμπεριφοράς είναι η ηδονοβλεψία, η οποία εκφράζει το σχέδιο να χρησιμοποιηθεί το σώμα του άλλου, συμπεριλαμβανόμενων των λέξεων και των χειρονομιών του, για να οικειοποιηθεί  η θέση του (χωρίς ο άλλος να το ξέρει), κυρίως σεξουαλικά. Η Λουλού στην “Οικειότητα” σκέφτεται σχετικά με τη φίλη της την Ριρέτ “ αν ήμουν αόρατη, θα μπορούσα να βρισκόμουν εκεί καθώς της το κάνουν (κάνουν έρωτα σε αυτήν) και να κοιτάζω το πρόσωπό της”. Στα “Παιδικά χρόνια ενός αρχηγού” ο Λυσιέν φαντάζεται να κοιτά τη μητέρα του μέσα από την κλειδαρότρυπα, τη σάρκα της αφημένη στο βλέμμα του αλλά και να τον βλέπουν καθώς κάνει την τουαλέτα του. Ο ηδονοβλεψίας δεν είναι απαραίτητα κρυμμένος.




 Η Ινές με την αδιάλειπτη ματιά της αποτρέπει την Εστέλ και τον Γκαρσία να ερωτοτροπήσουν. Ο Ντανιέλ στην “Ηλικία της Λογικής” απολαμβάνει να παρατηρεί ένα μεσήλικα ομοφυλόφιλο να προσπαθεί να αποπλανήσει ένα αγόρι, και στη συνέχεια απολαμβάνει ακόμα πιο πολύ  το βλέμμα του άλλου όταν  κατάλαβε πως τον είδαν. Η γυμνή χορεύτρια στην “Ηλικία της Λογικής” πληρώνεται για να γίνεται το αντικείμενο λάγνων βλεμμάτων αντρών. Ένας σερβιτόρος στο Dôme café κοιτάζει τις γυναίκες που πηγαίνουν στην τουαλέτα  και “όταν βγαίνουν τις κοιτά  στα μάτια για να τις κάνει να κοκκινίσουν”  Αυτή η οπτική τυραννία παίρνει και διαφορετικές μορφές από την ηδονοβλεψία. Συνδέεται ρητά με το Φασισμό στον “Τοίχο”.

Παρατηρώντας τους καταδικασμένους σε θάνατο Δημοκράτες, ο Βέλγος γιατρός -ένας συμπαθών του Φράνκο – μπορεί να αφήσει τη ματιά του να περιπλανάται πάνω τους και έτσι να επιβάλλει την οπτική κυριαρχία πάνω τους αφού καθώς αυτοί, απορροφημένοι από την ιδέα του επικείμενου θανάτου τους,  δεν έχουν έλεγχο στο βλέμμα τους.  Η οπτική τυραννία συνδέεται επίσης με το αυταρχικό σύστημα των κοινωνικών τάξεων: Ο Δρ. Ροζέ στην Ναυτία, εξασκεί το προνόμιο της τάξης του  εξευτελίζοντας τον κ. Aσίλ με το παγερό βλέμμα του και προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να κάνει το ίδιο και στον Ροκαντέν, όπως στο Μουσείο τα πορτραίτα  των σπουδαίων ανδρών της Μπουλβίλ,  φαίνεται να δικάζουν τους κοινούς πολίτες κοιτάζοντάς τους από ψηλά. Είναι παρόμοιο με το κρατάς τα μικρά παιδιά καθηλωμένα στη θέση τους. O Σαρτρ όταν ήταν μικρό παιδί αισθανόταν ότι ήταν ένα “τίποτα: Μια ανείπωτη διαφάνεια.






ΣΑΝΤ και ΣΑΡΤΡ

ROBERT  E. TAYLOR

  
    Ακόμη και αυτά τα πρόσωπα τα οποία οι αναγνώστες του Σαρτρ θα χαρακτήριζαν πιθανόν σαν φυσιολογικά (ο Mathieu για παράδειγμα) μοιάζουν απρόθυμα να δώσουν ηδονή στον παρτενέρ τους από τον οποίο απαιτούν την δική τους ευχαρίστηση και συχνά προτιμούν να μην είναι καν ορατοί από αυτόν (L' âge de la raison, σελ. 19-20). Επίσης ο Σαντ σε ένα από τα πιο “φυσιολογικά” βιβλία του (Aline et Valcour) συνιστά την ίδια συμπεριφορά και αιτιολογεί τη θέση του παραθέτοντας αποσπάσματα από τον Fontenelle και αναφερόμενος σε μισή ντουζίνα από άλλους “αληθινούς” φιλόσοφους (ΙΙ, 97).



Αλλού ο Σαντ αποπειράθηκε να εξηγήσει ο ίδιος αυτή τη συμπεριφορά. Σκέφτεται πως κάποιοι άντρες απλώς δεν αντέχουν τη στιγμή που η ψευδαίσθηση χάνεται  και ότι δεν θα μπορούσαν να αντέξουν να τους κοιτά η γυναίκα να βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση αδυναμίας, και ακριβώς αυτή η άβολη θέση τους γεννά  απέχθεια. Ο Σαρτρ δεν δίνει ίσως τόσες εξηγήσεις αλλά φαίνεται πως συμφωνεί με τη διατύπωση του Σαντ αφού όντως λεει πως ο Mathieu “ δεν μπορούσε ποτέ να δοθεί ολοκληρωτικά σε έναν έρωτα, σε μια ηδονή”  και φυσικά παρατηρεί και τονίζει ξανά και ξανά αυτήν την ίδια απέχθεια στον Baudelaire, στο δοκίμιο του πάνω στον ποιητή.





Στις φαντασιώσεις ενός από τους λιγότερο “φυσιολογικούς” χαρακτήρες του Σαρτρ το μερίδιο στην ηδονή της γυναίκας μειώνεται σε σημείο εξαφάνισης και αυτή απλώς μετατρέπεται σε στόχο ενός περιστρόφου ( Erostrate, τρίτο διήγημα στη συλλογή “ Ο τοίχος”,  σελ. 85).


Η μετατροπή σε “στόχο όπλου” είναι μόλις η αρχή για μια όμορφη νέα γυναίκα  που πέφτει στα χέρια κάποιων από τους “λιγότερο φυσιολογικούς”  χαρακτήρες  του Σαντ.



  



H σεξουαλική ιδιαιτερότητα που καταλαμβάνει περίοπτη θέση στα κείμενα του Σαντ και σε αυτή εν μέρει οφείλεται η λέξη στην οποία έχει δοθεί το όνομά του είναι η αλγολαγνεία (algolagnia).   Δυο από τις πιο γνωστές νουβέλες του είναι οπωσδήποτε οι Justine και  Julliete. H Justine είναι η  μεγάλη εκπρόσωπος των κάθε Pamelas, Cosi-Sanctas, Madame de Luxes και Thérèses  που υπήρξαν ποτέ. Είναι με λίγα λόγια το πιο κακοποιημένο πλάσμα σε όλο το κόσμο και καμιά πτυχή αυτής της κακοποίησης, όση φρικτή ή ανείπωτη κι αν είναι δεν αφήνεται ποτέ στη φαντασία του αναγνώστη. Η Julliete στο άλλο άκρο, είναι η πιο πρωτόγονη και σκληρή οπορτουνίστρια που υπήρξε ποτέ.
Οι δυο τους συνθέτουν τις πιο εξαιρετικές προσωποποιήσεις που έγιναν ποτέ του μαζοχισμού και σαδισμού. Ένας σπουδαστής  του Σαντ σημειώνει πως τα δυο κορίτσια είναι στην πραγματικότητα δύο πτυχές ενός και μόνο ατόμου. Και είναι μάλλον αλήθεια αυτό αφού οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες του Σαντ δηλώνουν ότι έχουν βιώσει τις μεγαλύτερες ηδονές και στα δύο άκρα της αλγολαγνικής  κλίμακας. Επομένως είναι αξιοσημείωτο ότι ο  Σαρτρ έχει συνθέσει αυτά τα δύο άκρα (περισσότερο από άλλα άκρα όπως ομοφυλοφιλία-ετεροφυλία για παράδειγμα) για να δημιουργήσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί σαν φυσιολογική σεξουαλικότητα :

 “Έτσι ο σαδισμός και ο μαζοχισμός είναι οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι του πόθου, είτε ξεπερνώ το πρόβλημα προς μια κατοχή του σώματος του άλλου, είτε μεθυσμένος από το δική μου σύγχυση δεν δίνω πλέον προσοχή παρά μόνο στο σώμα μου και δεν ζητώ τίποτα περισσότερο από τον Άλλον παρά να είναι το βλέμμα που με βοηθά να  πραγματοποιήσω το σώμα μου (από τη σαρκική άποψη). Είναι εξαιτίας αυτής της ασυνέπειας του πόθου και της συνεχούς αμφιταλάντευσής του ανάμεσα σε αυτά τα άκρα  που έχουμε τη συνήθεια να αποκαλούμε τη “φυσιολογική” σεξουαλικότητα με τον όρο “σαδο-μαζοχισμός” (Το Είναι και Μηδέν, σελ. 475).


    O Σαρτρ ποτέ ίσως δεν ανέπτυξε μια ιδέα σε φιλοσοφικό δοκίμιο χωρίς να την έχει σκιαγραφήσει και σε κάποιο λογοτεχνικό του έργο (νουβέλα, μυθιστόρημα ή θέατρο). Μπορούμε να κατανοήσουμε πληρέστερα την παραπάνω συζήτηση σχετικά με το σαδο-μαζοχισμό αν κοιτάξουμε στον  Goetz βασικό χαρακτήρα στο θεατρικό “ Ο διάβολος και ο καλός θεός”. Ο Goetz είναι το αρχέτυπο του Σαδιστή. Μέχρι τη μέση του δράματος ακολουθεί κατά γράμμα την παραίνεση του  “ Κάνε το Κακό: Θα δεις πως θα αισθάνεσαι ανάλαφρος” ( “ Le diable  et le bon dieu”, σελ 64).




Καμαρώνει για την αδελφοκτονία που έχει διαπράξει όπως ακριβώς ο Saint-Fond καμάρωνε για τα εγκλήματά του (Juliette, II, 93). Το μόνο πρόσωπο που μπορεί να τον ικανοποιήσει είναι αυτό το νεαρό κορίτσι που τον μισεί, που έχει βλαφτεί από αυτόν και που με τόση λαχτάρα επιθυμεί και σχεδιάζει τη δολοφονία του (σελ. 75-76) γιατί πάνω απ' όλα αυτό που θέλει είναι η σιγουριά ότι δεν του αποσπούν ηδονή ακόμα και μέσα στην επικράτεια της ηδονής.

         Στο δεύτερο μισό του έργου όμως βρίσκεται στο άλλο άκρο. Προσπαθεί να κάνει μόνο το καλό αλλά παντού περιφρονείται, εξευτελίζεται και μαστιγώνεται.
Στη τελευταία σκηνή του έργου ενώνει πάλι τις δύο φύσεις για να συνεχίσει τη δουλειά του: να είναι άνθρωπος. Ο Σαρτρ εκφράζει την ταύτιση βασανιστή-βασανιζόμενου διαρκώς στο έργο του. Η διαπραγμάτευση των παραπάνω στον  Baudelaire εξηγεί αυτή την ταυτοποίηση στα έργα του Σαντ:

 “Διότι  ο  βασανισμός γεννά ένα ζεύγος αυστηρά  ενωμένο στο οποίο ο δήμιος σφετερίζεται το θύμα. Αφού δεν έχει καταφέρει να θεαθεί (se voir) τουλάχιστον σκαλίζει τον εαυτό του όπως το μαχαίρι σκαλίζει την πληγή, ελπίζοντας να φτάσει σε αυτές τις “ βαθειές μοναξιές” που συνιστούν  την πραγματική του φύση.
Είμαι η πληγή και το μαχαίρι
Και το θύμα και ο θύτης
Το να προκαλείς πόνο είναι τόσο  κατοχή και δημιουργία  όσο και  διάλυση.  Ο δεσμός που ενώνει αμοιβαία το θύμα και τον ιεροεξεταστή είναι σεξουαλικός.”
    
    Αυτή η ιδέα επαναλαμβάνεται συχνά στον Baudelaire και μια έκφραση όπως “δήμιος-θύμα” διαπερνά τις σελίδες του σαν ένα μοτίβο (leitmotiv). O Σαρτρ ξέρει πολύ καλά τη διέγερση που προκαλεί μια σαδιστική σκηνή.


Στις “Μύγες” ο Δίας καθώς αναθυμάται το φόνο του Αγαμέμνονα πειράζει μια γριά   θυμίζοντας της με πόση φλόγα στα μάτια παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τη σκηνή του φόνου κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες της :

“ΓΡΙΑ: Ο άντρας μου έλειπε στα χωράφια. Τι μπορούσα να κάνω; έτρεξα και μαντάλωσα τη πόρτα μου.
ΔΙΑΣ: Ναι.  Μαντάλωσες τη πόρτα σου και μισάνοιξες το φεγγίτη σου για ν ακούς καλύτερα. Και παραφύλαγες πίσω από τις γρίλιες με κομμένη την ανάσα μ' ένα ηδονικό ανατρίχιασμα σε όλο σου το κορμί.
ΓΡΙΑ: Πάψε, πάψε
ΔΙΑΣ: θα ρίχτηκες με λύσσα στον έρωτα εκείνη τη νύχτα! Ήταν μια γιορτή για σένα, ε;
ΓΡΙΑ: Α! Άρχοντά μου, ήτανε...μια τρομαχτική γιορτή.
ΔΙΑΣ: Μια ματοβαμμένη γιορτή που ποτέ σου δε μπόρεσες να ξεχάσεις.”
   

    Έτσι ένα κεντρικό σημείο στον Σαντ είναι κοινό και στον Σαρτρ. Η παραπάνω αντίληψη επιπλέον εκλεπτύνεται περαιτέρω και στους δύο συγγραφείς με όμοιο τρόπο: Όπως θύμα και δήμιος ισοδυναμούν στο ίδιο άτομο το ίδιο συμβαίνει με  καταστροφέα και δημιουργό. Κατέχοντας τη δύναμη να καταστρέφει ο άνθρωπος κατέχει ταυτόχρονα τη δύναμη να δημιουργεί, γιατί στην ουσία δημιουργία και καταστροφή σημαίνουν ουσιαστικά  αλλαγή. Ο Σαρτρ γράφει στο “Baudelaire”: “Ας παρατηρήσουμε ότι καταστροφή και δημιουργία σχηματίζουν εδώ ένα ζευγάρι: και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει παραγωγή απόλυτων γεγονότων, και στις δύο περιπτώσεις ένας άνθρωπος είναι υπεύθυνος για μια ριζική αλλαγή στο σύμπαν.”

  

TΟ ΜΙΣΟΣ

XAΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ


    Ενώ στη στάση της αγάπης και στη στάση του πόθου ενυπάρχει η πρόθεση κατάκτησης του άλλου (είτε ως ιδιοποίησης της υποκειμενικότητας του, είτε ως κατοχής τού σώματός του, είτε δηλαδή ως séduction είτε ως possession), πράγμα που δηλώνει την προσπάθεια ενοποίησης με τον άλλον, στην περίπτωση του μίσους δεν υπάρχει παρόμοια πρόθεση: το υποκείμενο “ εγκαταλείπει την αξίωσή του να πραγματοποιήσει μια ένωση με τον άλλον”.
    Εξάλλου, αυτός που επιλέγει το μίσος, επιδιώκει πρωταρχικά να απαλλαγεί από τη διάστασή του ως αντικειμένου-για-τον-άλλον και “να μην είναι αντικείμενο με κανέναν τρόπο”. Με άλλους όρους, “ το μίσος παρουσιάζεται ως μία απόλυτη θέση της ελευθερίας του “δι'-εαυτό” απέναντι στον “άλλον”28. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρνείται την ελευθερία του άλλου: Το μίσος προϋποθέτει την αναγνώριση της ελευθερίας του μισουμένου, αν και στοχεύει στην κατάργησή του ως αντικειμένου, αφού ο άλλος μόνο ως άλλος-αντικείμενο είναι προσπελάσιμος από τη συνείδηση του μισούντος.

    Πιό συγκεκριμένα, συμβαίνει το εξής : Η ευκαιρία για να εμφανισθεί το μίσος είναι “ η πράξη του άλλου, δια της οποίας έχω τεθεί σε κατάσταση τέτοια ώστε να υφίσταμαι την ελευθερία του”. Αυτό με ταπεινώνει, επειδή μου αποκαλύπτει την αντικειμενότητά μου που η ελευθερία του άλλου τη
χρησιμοποιεί ως όργανο, δηλαδή ως πρόσχημα ή ως υλικό πάνω στο οποίο σμιλεύεται η δική του ελεύθερη πράξη. Αφού, όμως, δεν μπορώ να προσεγγίσω την ελευθερία του άλλου, ο μόνος τρόπος για να απαλλαγώ απ' αυτήν (και να πάψω να είμαι αντικείμενό της), είναι να καταργήσω τον άλλον ως “άλλον-αντικείμενο” - ως υπερβαινομένη υπέρβαση – ώστε να κατορθώσω να καταργήσω ταυτόχρονα και την υποκειμενικότητά του – δηλαδή, τον άλλον ως υπερβαίνουσα (εμένα) υπέρβαση.
    Περαιτέρω, ο μισών δεν επιχειρεί να αφανίσει μόνον κάποιον άνθρωπο, αλλά όλους τους ανθρώπους μέσω της κατάργησης του ενός˙ δηλαδή επιδιώκει να καταργήσει την ύπαρξη του άλλου ως αντιπροσωπευτική όλων των άλλων υπάρξεων. Το σχέδιο του μίσους στοχεύει στο “ να καταργήσει τις άλλες συνειδήσεις”, καθώς ο μισών δεν ανέχεται να είναι ένα “είναι-για-άλλον”.
    Εδώ, όμως, βρίσκεται η αντίφαση του μίσους, το οποίο αποδεικνύεται μια αποτυχημένη, επίσης, στάση: Διότι, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η πράξη μίσους απελευθερώνει το “δι'-εαυτό” του ενεργητή της, δεν εξαλείφει την πιθανότητα να υπάρξει αυτός ως “είναι-για-τον-άλλον”. Εξ άλλου, ο θάνατος του μισουμένου είναι το γεγονός που του στερεί οριστικά πλέον τη δυνατότητα να ανακτήσει το είναι του που, στο παρελθόν, είχε αλλοτριωθεί από την ελευθερία του άλλου. 
 
Η αντίφαση είναι σαφής: ενώ η εξόντωση του άλλου στοχεύει στην άρση της αντικειμενικότητάς μου, καταλήγει στο να με καταστήσει οριστικά αντικείμενο. “ Ο θάνατος του άλλου με καθιστά ανέκκλητο αντικείμενο ακριβώς όπως ο δικός μου θάνατος”. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο θρίαμβος του μίσους μετατρέπεται, με την εμφάνισή του καθαυτήν, σε αποτυχία. Το μίσος δεν επιτρέπει να βγεις από τον κύκλο. Αντιπροσωπεύει απλά την έσχατη απόπειρα, την απόπειρα της απελπισίας”.

   






 Μπωντλαίρ

 Και δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπωντλαίρ βλέπει στον Σατανά τον πλήρη τύπο της πάσχουσας ομορφιάς. Νικημένος, ξεπεσμένος, ένοχος, κατηγορημένος από ολόκληρη τη φύση, απόρριμμα του Σύμπαντος, συντετριμμένος από την ανάμνηση του μη εξαγοράσιμου σφάλματος του, ρημαγμένος από μιαν ανικανοποίητη φιλοδοξία, διαπερασμένος από το βλέμμα του Θεού που τον καθηλώνει στη διαβολική του ουσία, εξαναγκασμένος να δέχεται ως τα βάθη της καρδιάς του την ηγεμονία του καλού, ο Σατανάς υπερέχει κι έτσι ακόμα απέναντι στον ίδιο τον θεό, τον κύριο και νικητή του, με την οδύνη του, μ' αυτή τη φλόγα του περίλυπου ανικανοποίητου που, την ίδια εκείνη στιγμή που συγκατατίθεται  στην εξουθένωση, λάμπει σαν μη εξαγοράσιμη επιτίμηση. Στο παιχνίδι αυτό του “όποιος χάνει νικάει”, είναι ο νικημένος που, ως νικημένος, αποσπά τη νίκη.



Αλαζόνας και νικημένος, κατεχόμενος από το αίσθημα της μοναδικότητας του απέναντι στον κόσμο, ο Μπωντλαίρ ταυτίζεται με το Σατανά στα μύχια της καρδιάς του. Ίσως μάλιστα η ανθρώπινη έπαρση ποτέ να μην έφτασε στο βαθμό που έφτασε μέσα σ' αυτήν την κραυγή, που πάντα καταπνίγεται, πάντα συγκρατείται και που ακούγεται σε όλο το μπωντλαιρικό έργο:  «Είμαι ο Σατανάς!» Αλλά τι είναι κατά βάθος ο Σατανάς, αν όχι το σύμβολο των ανυπάκουων και βλοσυρών παιδιών που ζητούν από το πατρικό βλέμμα να τα καθηλώσει στην ιδιότυπη ουσία τους και που κάνουν το κακό μέσα στα πλαίσια του καλού για να επικυρώσουν την ιδιοτυπία τους και να την καθιερώσουν στα μάτια των άλλων;
  
ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ “Μπωντλαίρ”

  

    Κατά τη γνώμη μου, αυτό που διαστρέφει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι ότι ο καθένας κρατά κάτι κρυμμένο από τον άλλο, κάποιο μυστικό, όχι απαραίτητα κρυμμένο απ' όλους αλλά από αυτόν με τον οποίο συνομιλεί τη δεδομένη στιγμή.
    Πιστεύω πως η διαφάνεια πρέπει ν' αντικαταστήσει κάποτε το μυστικό, και φαντάζομαι την μέρα που δύο άνθρωποι δεν θα έχουν  μυστικά ο ένας για τον άλλο γιατί δεν θα έχουν πλέον από κανέναν, γιατί η υποκειμενική ζωή, όπως και η αντικειμενική, θα είναι ολική προσφορά, δόσιμο.
    Αυτή η αλλαγή... είναι συνδεδεμένη με μια πραγματική επανάσταση.

ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ
Αυτοπορτραίτο στα εβδομήντα χρόνια
Le Nouvelle Observateur, 23 Ιουνίου 1975
















Επιμέλεια προγράμματος-Μεταφράσεις Κειμένων
ΚΛΑΙΡΗ ΓΙΑΝΝΙΚΑΚΗ - ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΕΛΟYΖΗΣ








EROSTRATE






Les hommes, il faut les voir d'en haut. J'éteignais la lumière et je me mettais à la fenêtre : ils ne soupçonnaient même pas qu'on pût les observer d'en dessus. Ils soignent la façade, quelquefois les derrières, mais tous leurs effets sont calculés pour des spectateurs d'un mètre soixante-dix.
 
Qui donc a jamais réfléchi à la forme d'un chapeau melon vu d'un sixième étage? Ils négligent de défendre leurs épaules et leurs crânes par des couleurs vives et des étoffes voyantes, ils ne savent pas combattre ce grand ennemi de l'Humain : la perspective plongeante. Je me penchais et je me mettais à rire : où donc était-elle, cette fameuse " station debout " dont ils étaient si fiers: ils s'écrasaient contre le trottoir et deux longues jambes à demi rampantes sortaient de dessous leurs épaules.

Au balcon d'un sixième : c'est là que j'aurais dû passer toute ma vie. Il faut étayer les supériorités morales par des symboles matériels, sans quoi elles retombent. Or, précisément, quelle est ma supériorité sur les hommes ? Une supériorité de position, rien d'autre : je me suis placé au-dessus de l'humain qui est en moi et je le contemple. Voilà pourquoi j'aimais les tours de Notre-Dame, les plates-formes de la tour Eiffel, le Sacré-Cœur, mon sixième de la rue Delambre. Ce sont d'excellents symboles.

Il fallait quelquefois redescendre dans les rues. Pour aller au bureau, par exemple. J'étouffais. Quand on est de plain-pied avec les hommes, il
est beaucoup plus difficile de les considérer comme des fourmis : ils touchent. Une fois, j'ai vu un type mort dans la rue.
Il était tombé sur le nez. On l'a retourné, il saignait. J'ai vu ses yeux ouverts, et son air louche, et tout ce sang. Je me disais : " Ce n'est rien, ça n'est pas plus émouvant que de la peinture fraîche. On lui a badigeonné le nez en rouge, voilà tout. " Mais j'ai senti une sale douceur qui me prenait aux jambes et à la nuque, je me suis évanoui. Ils m'ont emmené dans une pharmacie, m'ont donné des claques sur les épaules et fait boire de l'alcool. Je les aurais tués.

Je savais qu'ils étaient mes ennemis, mais eux ne le savaient pas. Ils s'aimaient entre eux, ils se serraient les coudes; et moi, ils m'auraient bien donné un coup de main par-ci, par-là, parce qu'ils me croyaient leur semblable. Mais s'ils avaient pu deviner la plus infime partie de la vérité, ils m'auraient battu. D'ailleurs, ils l'ont fait plus tard.




Quand ils m'eurent pris et qu'ils ont su qui j'étais, ils m'ont passé à tabac, ils m'ont tapé dessus pendant deux heures, au commissariat, ils m'ont donné des gifles et des coups de poing, ils m'ont tordu les bras, ils m'ont arraché mon pantalon et puis, pour finir, ils ont jeté mon lorgnon par terre et pendant que je le cherchais, à quatre pattes, ils m'envoyaient en riant des coups de pied dans le derrière.


 J'ai toujours prévu qu'ils finiraient par me battre : je ne suis pas fort et je ne peux pas me défendre. Il y en a qui me guettaient depuis longtemps : les grands. Ils me bousculaient dans la rue, pour rire, pour voir ce que je ferais. Je ne disais rien. Je faisais semblant de n'avoir pas compris. Et pourtant, ils m'ont eu. J'avais peur d'eux : c'était un pressentiment. Mais vous pensez bien que j'avais des raisons plus sérieuses pour les haïr.


De ce point de vue, tout est allé beaucoup mieux à dater du jour où je me suis acheté un revolver. On se sent fort quand on porte assidûment sur soi une de ces choses qui peuvent exploser et faire du bruit. Je le prenais le dimanche, je le mettais tout simplement dans la poche de mon pantalon et puis j'allais me promener - en général sur les boulevards. Je le sentais qui tirait sur mon pantalon comme un crabe, je le sentais contre ma cuisse, tout froid.



Mais peu à peu, il se réchauffait au contact de mon corps. Je marchais avec une certaine raideur, j'avais l'allure du type qui est en train de bander et que sa verge freine à chaque pas. Je glissais ma main dans ma poche et je tâtais l'objet. De temps en temps, j'entrais dans un urinoir - même là-dedans je faisais bien attention parce qu'on a souvent des voisins -, je sortais mon revolver, je le soupesais, je regardais sa crosse aux quadrillages noirs et sa gâchette noire qui ressemble à une paupière demi-close. Les autres, ceux qui voyaient, du dehors, mes pieds écartés et le bas de mon pantalon, croyaient que je pissais. Mais je ne pisse jamais dans les urinoirs.

Un soir, l'idée m'est venue de tirer sur des hommes. C'était un samedi soir, j'étais sorti pour chercher Léa, une blonde qui fait le quart devant un hôtel de la rue du Montparnasse. Je n'ai jamais eu de commerce intime avec une femme : je me serais senti volé. On leur monte dessus, c'est entendu, mais elles vous dévorent le bas-ventre avec leur grande bouche poilue et, à ce que j'ai entendu dire, ce sont elles - et de loin - qui gagnent à cet échange. Moi je ne demande rien à personne, mais je ne veux rien donner non plus. Ou alors il m'aurait fallu une femme froide et pieuse qui me subisse avec dégoût. Le premier samedi de chaque mois, je montais avec Léa dans une chambre de l'hôtel Duquesne. Elle se déshabillait, et je la regardais sans la toucher.

Quelquefois, ça partait tout seul dans mon pantalon; d'autres fois, j'avais le temps de rentrer chez moi pour me finir. Ce soir-là, je ne la trouvai pas à son poste. J'attendis un moment et comme je ne la voyais pas venir, je supposai qu'elle était grippée. C'était au début de janvier et il faisait très froid. J’étais désolé : je suis un imaginatif et je m'étais vivement représenté le plaisir que je comptais tirer de cette soirée. Il y avait bien, dans la rue d'Odessa, une brune que j'avais souvent remarquée, un peu mûre mais ferme et potelée : je ne déteste pas les femmes mûres : quand elles sont dévêtues, elles ont l'air plus nues que les autres. Mais elle n'était pas au courant de mes convenances, et ça m'intimidait un peu de lui exposer ça de but en blanc. Et puis je me défie des nouvelles connaissances : ces femmes-là peuvent très bien cacher un voyou derrière une porte, et, après ça, le type s'amène tout d'un coup et vous prend votre argent. Bien heureux s'il ne vous donne pas des coups de poing. Pourtant, ce soir-là, j'avais je ne sais quelle hardiesse, je décidai de passer chez moi pour prendre mon revolver et de tenter l'aventure.

Quand j'abordai la femme, un quart d'heure plus tard, mon arme était dans ma poche, et je ne craignais plus rien. A la regarder de près, elle avait plutôt l'air misérable. Elle ressemblait à ma voisine d'en face, la femme de l'adjudant, et j'en fus très satisfait parce qu'il y avait longtemps que j'avais envie de la voir à poil, celle-là. Elle s’habillait la fenêtre ouverte, quand l'adjudant était parti, et j´étais resté souvent derrière mon rideau pour la surprendre. Mais elle faisait sa toilette au fond de la pièce.




A l'hôtel Stella, il ne restait qu'une chambre libre, au quatrième. Nous montâmes. La femme était assez lourde et s'arrêtait à chaque marche, pour souffler. J´étais très à l'aise : j’ai un corps sec, malgré mon ventre et il faudrait plus de quatre étages pour me faire perdre haleine. Sur le palier du quatrième, elle s'arrêta et mit sa main droite sur son cœur en respirant très fort. De la main gauche elle tenait la clef de la chambre.

- C'est haut, dit-elle en essayant de me sourire. Je lui pris la clef sans répondre et j'ouvris la porte. Je tenais mon revolver de la main gauche, braqué droit devant moi à travers la poche et je ne le lâchai qu'après avoir tourné le commutateur. La chambre était vide. Sur le lavabo, ils avaient mis un petit carré de savon vert, pour la passe. Je souris : avec moi ni les bidets ni les petits carrés de savon n'ont fort à faire. La femme soufflait toujours, derrière moi, et ça m'exaltait. Je me retournai; elle me tendit ses lèvres. Je la repoussai.




- Déshabille-toi, lui dis-je. Il y avait un fauteuil en tapisserie; je m’assis confortablement. C'est dans ces cas-là que je regrette de ne pas fumer. La femme ôta sa robe puis s'arrêta en me jetant un regard méfiant.

- Comment t'appelles-tu ? lui dis-je en me renversant en arrière.

- Renée.

- Eh bien, Renée, presse-toi, j’attends.

- Tu ne te déshabilles pas ?

- Va, va, lui dis-je, ne t'occupe pas de moi.

Elle fit tomber son pantalon à ses pieds puis le ramassa et le posa soigneusement sur sa robe avec son soutien-gorge.

- Tu es donc un petit vicieux, mon chéri, un petit paresseux? me demanda-t-elle ; tu veux que ce
soit ta petite femme qui fasse tout le travail ?

En même temps elle fit un pas vers moi et, s'appuyant avec les mains sur les accoudoirs de mon fauteuil, elle essaya lourdement de s'agenouiller entre mes jambes. Mais je la relevai avec rudesse - Pas de ça, pas de ça, lui dis-je.
Elle me regarda avec surprise.



- Mais qu'est-ce que tu veux que je te fasse ?

- Rien. Marche, promène-toi, je ne t'en demande pas plus.








Elle se mit à marcher de long en large, d'un air gauche. Rien n'embête plus les femmes que de marcher quand elles sont nues. Elles n'ont pas l'habitude de poser les talons à plat. La putain voûtait le dos et laissait pendre ses bras. Pour moi, j'étais aux anges : j'étais là, tranquillement assis dans un fauteuil, vêtu jusqu'au cou, j'avais gardé jusqu'à mes gants, et cette darne mûre s'était mise toute nue, sur mon ordre et virevoltait autour de moi.

Elle tourna la tête vers moi et, pour sauver les apparences, me sourit coquettement :

- Tu me trouves belle? Tu te rinces l'œil?

- T'occupe pas de ça. Dis donc, me demanda-t-elle avec une indignation subite, t'as l'intention de me faire marcher longtemps comme ça ?

- Assieds-toi.

Elle s'assit sur le lit, et nous nous regardâmes en silence. Elle avait la chair de poule. On entendait le tic-tac d'un réveil, de l'autre côté du mur. Tout à coup je lui dis :

- Écarte les jambes.


Elle hésita un quart de seconde, puis elle obéit. Je regardai entre ses jambes et je reniflai, Puis je me mis à rire si fort que les larmes me vinrent aux yeux. Je lui dis simplement :

- Tu te rends compte ?

Et je repartis à rire.

Elle me regarda avec stupeur, puis rougit violemment et referma les jambes.

- Salaud, dit-elle entre ses dents. Mais je ris de plus belle, alors elle se leva d'un bond et prit son soutien-gorge sur la chaise.

- Hé là, lui dis-je, ça n'est pas fini. Je te donnerai cinquante francs tout à l'heure, mais j'en veux pour mon argent.

Elle prit nerveusement son pantalon.

- J'en ai marre, tu comprends. Je ne sais pas ce que tu veux. Et si tu m'as fait monter pour te fiche de moi...





Alors j'ai sorti mon revolver et je le lui ai montré. Elle m'a regardé d'un air sérieux et elle a laissé tomber son pantalon sans rien dire.








- Marche, lui dis-je, promène-toi. Elle s'est promenée encore cinq minutes. Puis je lui ai donné ma canne et je lui ai fait faire l'exercice. Quand j'ai


senti que mon caleçon était mouillé, je me suis levé et je lui ai tendu un billet de cinquante francs. Elle l'a pris.

- Au revoir, ajoutai-je, je ne t'aurai pas beaucoup fatiguée pour le prix.

Je suis parti, je l'ai laissée toute nue au milieu de la chambre, son soutien-gorge dans une main, le billet de cinquante francs dans l'autre.


Je ne regrettais pas mon argent : je l'avais ahurie et ça ne s'étonne pas facilement, une putain. J'ai pensé en descendant l'escalier: " Voilà ce que le voudrais, les étonner tous. " J'étais joyeux comme un enfant.





J'avais emporté le savon vert et, rentré chez moi, je le frottai longtemps sous l'eau chaude jusqu'à ce qu'il ne fût plus qu'une mince pellicule entre mes doigts et qu'il ressemblât à un bonbon à la menthe sucé très longtemps.

Mais, la nuit, je me réveillai en sursaut et je revis son visage, les yeux qu'elle faisait quand je lui ai montré mon feu, et son ventre gras qui sautait à chacun de ses pas.

Que j'ai été bête, me dis-je. Et je sentis un remords amer : j'aurais dû tirer pendant que j'y étais, crever ce ventre comme une écumoire. Cette nuit-là et les trois nuits suivantes, je rêvai de six petits trous rouges groupés en cercle autour du nombril.







Par la suite je ne sortis plus sans mon revolver.








Je regardais le dos des gens et j'imaginais, d'après leur démarche, la façon dont ils tomberaient si je leur tirais dessus.







 
Le dimanche, je pris l'habitude d'aller me poster devant le Châtelet, à la sortie des concerts classiques. Vers six heures, j'entendais une sonnerie, et les ouvreuses venaient vassujettir les portes vitrées avec des crochets.



C'était le commencement : la foule sortait lentement; les gens marchaient d'un pas flottant, les yeux encore pleins de rêve, le cœur encore plein de jolis sentiments.







Il y en avait beaucoup qui regardaient autour d'eux d'un air étonné : la rue devait leur paraître toute bleue. Alors, ils souriaient avec mystère : ils passaient d'un monde à l'autre.












 C'est dans l'autre que je les attendais, moi. J'avais glissé ma main droite dans ma poche et je serrais de toutes mes forces la crosse de mon arme.




Au bout d'un moment, je me voyais en train de leur tirer dessus.










 Je les dégringolais comme des pipes, ils tombaient les uns sur les autres, et les survivants, pris de panique, refluaient dans le théâtre en brisant les vitres des portes.













C'était un jeu très énervant : mes mains tremblaient, à la fin, et j'étais obligé d'aller boire un cognac chez Dreher pour me remettre.












Les femmes je ne les aurais pas tuées. Je leur aurais tiré dans les reins. Ou alors dans les mollets, pour les faire danser.



Je n'avais rien décidé encore. Mais je pris le parti de tout faire comme si ma décision était arrêtée. J'ai commencé par régler des détails accessoires. J'ai été m'exercer dans un stand, à la foire de Denfert-Rochereau. Mes cartons n’étaient pas fameux mais les hommes offrent des cibles larges, surtout quand on tire à bout portant. Ensuite, je me suis occupé de ma publicité. J'ai choisi un jour où tous mes collègues étaient réunis au bureau. Un lundi matin. J’étais très aimable avec eux, par principe, bien que j'eusse horreur de leur serrer la main. Ils ôtaient leurs gants pour dire bonjour, ils avaient une façon obscène de déculotter leur main, de rabattre leur gant et de le faire glisser lentement le long des doigts en dévoilant la nudité grasse et chiffonnée de la paume. Moi, je gardais toujours mes gants.












Le lundi 
 matin, on ne fait pas grand-chose. La dactylo du service commercial venait de nous apporter les quittances. Lemercier la plaisanta gentiment, et, quand elle fut sortie, ils détaillèrent ses charmes avec une compétence blasée. Puis ils parlèrent de Lindbergh. Ils aimaient bien Lindbergh. Je leur dis :

- Moi j'aime les héros noirs.

- Les nègres ? demanda Massé.

- Non, noirs comme on dit Magie noire. Lindbergh est un héros blanc. Il ne m'intéresse pas.

- Allez voir si c'est facile de traverser l'Atlantique, dit aigrement Bouxin.

Je leur exposai ma conception du héros noir:

- Un anarchiste, résuma Lemercier.

- Non, dis-je doucement, les anarchistes aiment les hommes à leur façon.

- Alors, ce serait un détraqué.

Mais Massé, qui avait des lettres, intervint à ce moment :

- Je le connais votre type, me dit-il. Il s'appelle Érostrate. Il voulait devenir illustre et il n'a rien trouvé de mieux que de brûler le temple d’Éphèse, une des sept merveilles du monde.

- Et comment s'appelait l'architecte de ce temple ?

- Je ne me rappelle plus, confessa-t-il, je crois même qu'on ne sait pas son nom.

- Vraiment ? Et vous vous rappelez le nom d'Érostrate ? Vous voyez qu'il n'avait pas fait un si mauvais calcul.

La conversation prit fin sur ces mots, mais j’étais bien tranquille; ils se la rappelleraient au bon moment. Pour moi, qui, jusqu'alors, n'avais jamais entendu parler d'Érostrate, son histoire m'encouragea. Il y avait plus de deux mille ans qu'il était mort, et son acte brillait encore, comme un diamant noir. Je commençais à croire que mon destin serait court et tragique. Cela me fit peur tout d'abord, et puis je m'y habituai. Si on prend ça d'une certaine façon, c'est atroce, mais, d'un autre côté, ça donne à l'instant qui passe une force et une beauté considérables. Quand je descendais dans la rue, je sentais en mon corps une puissance étrange. J'avais sur moi mon revolver, cette chose qui éclate et qui fait du bruit. Mais ce n'était plus de lui que je tirais mon assurance, c'était de moi : j'étais un être de l'espèce des revolvers, des pétards et des bombes. Moi aussi, un jour, au terme de ma sombre vie, j'exploserais et j’illuminerais le monde d'une flamme violente et brève comme un éclair de magnésium. Il m'arriva, vers cette époque, de faire plusieurs nuits le même rêve. J'étais un anarchiste, je m'étais placé sur le passage du tsar et je portais sur moi une machine infernale. A l'heure dite, le cortège passait, la bombe éclatait, et nous sautions en l'air, moi, le tsar et trois officiers chamarrés d'or, sous les yeux de la foule.

Je restais maintenant des semaines entières sans paraître au bureau. Je me promenais sur les boulevards, au milieu de mes futures victimes, ou bien je m'enfermais dans ma chambre et je tirais des plans. On me congédia au début d'octobre. J'occupai alors mes loisirs en rédigeant la lettre suivante, que je copiai en cent deux exemplaires :




" Monsieur,
" Vous êtes célèbre et vos ouvrages tirent à trente mille. Je vais vous dire pourquoi - c'est que vous aimez les hommes. Vous avez l'humanisme dans le sang : c'est bien de la chance. Vous vous épanouissez quand vous êtes en compagnie; dès que vous voyez un de vos semblables, sans même le connaître, vous vous sentez de la sympathie pour lui. Vous avez du goût


pour son corps, pour la façon dont il est articulé, pour ses jambes qui s'ouvrent et se ferment à volonté, pour ses mains surtout : ça vous plaît qu'il ait cinq doigts à chaque main et qu'il puisse opposer le pouce aux autres doigts. Vous vous délectez, quand votre voisin prend une tasse sur la table, parce qu'il y a une manière de prendre qui est proprement humaine et que vous avez souvent décrite dans vos ouvrages, moins souple, moins rapide que celle du singe, mais, n'est-ce pas ? tellement plus intelligente. Vous aimez aussi la chair de l'homme, son allure de grand blessé en rééducation, son air de réinventer la marche à chaque pas et son fameux regard que les fauves ne peuvent supporter. Il vous a donc été facile de trouver l'accent qui convient pour parler à l'homme de lui-même; un accent pudique mais éperdu.





Les gens se jettent sur vos livres avec gourmandise, ils les lisent dans un bon fauteuil, ils pensent au grand amour malheureux et discret que vous leur portez et ça les console de bien des choses, d'être laids, d'être lâches, d'être cocus, de n'avoir pas reçu d'augmentation au premier janvier. Et l'on dit volontiers de votre dernier roman : c'est une bonne action.




" Vous serez curieux de savoir, je suppose, ce que peut être un homme qui n'aime pas les hommes. Eh bien, c’est moi, et je les aime si peu que je vais tout à l'heure en tuer une demi-douzaine; peut-être vous demanderez-vous : pourquoi seulement une demi-douzaine ? Parce que mon revolver n'a que six cartouches. Voilà une monstruosité, n'est-ce pas ? Et, de plus, un acte proprement impolitique ? Mais je vous dis que je ne peux pas les aimer. Je comprends fort bien ce que vous ressentez.









Mais ce qui vous attire en eux me dégoûte. J'ai vu comme vous des hommes mastiquer avec mesure en gardant l’œil pertinent, en feuilletant de la main gauche une revue économique. Est-ce ma faute si je préfère assister au repas des phoques ?








L'homme ne peut rien faire de son visage sans que ça tourne au jeu de physionomie.
Quand il mâche en gardant la bouche close, les coins de sa bouche montent et descendent, il a l'air de passer sans relâche de la sérénité à la surprise pleurarde. Vous aimez ça, je le sais, vous appelez ça la vigilance de l'Esprit. Mais moi ça m'écœure : je ne sais pas pourquoi; je suis né ainsi.

" S'il n'y avait entre nous qu'une différence de goût, je ne vous importunerais pas. Mais tout se passe comme si vous aviez la grâce et que je ne l'aie point. Je suis libre d'aimer ou non le homard à l'américaine, mais si je n'aime pas les hommes, je suis un misérable et je ne puis trouver de place au soleil. Ils ont accaparé le sens de la vie. J’espère que vous comprenez ce que je veux dire.

Voilà trente-trois ans que je me heurte à des portes closes au-dessus desquelles on a écrit : " Nul n'entre ici s'il n'est humaniste. " Tout ce que j’ai entrepris j'ai dû l'abandonner; il fallait choisir : ou bien c'était une tentative absurde et condamnée ou bien il fallait qu'elle tournât tôt ou tard à leur profit. Les pensées que je ne leur destinais pas expressément, je n'arrivais pas à les détacher de moi, à les formuler : elles demeuraient en moi comme de légers mouvements organiques. Les outils mêmes dont je me servais, je sentais qu'ils étaient à eux; les mots par exemple : j'aurais voulu des mots à moi. Mais ceux dont je dispose ont traîné dans je ne sais combien de consciences; ils s'arrangent tout seuls dans ma tête en vertu d'habitudes qu'ils ont prises chez les autres et ça n'est pas sans répugnance que je les utilise en vous écrivant. Mais c'est pour la dernière fois. Je vous le dis : il faut aimer les hommes ou bien c'est tout juste s'ils vous permettent de bricoler. Eh bien, moi, je ne veux pas bricoler. Je vais prendre, tout à l'heure, mon revolver, je descendrai dans la rue et je verrai si l'on peut réussir quelque chose contre eux. Adieu, monsieur, peut-être est-ce vous que je vais rencontrer. Vous ne saurez jamais alors avec quel plaisir je vous ferai sauter la cervelle. Sinon - et c'est le cas le plus probable - lisez les journaux de demain. Vous y verrez qu'un individu nommé Paul Hilbert a descendu, dans une crise de fureur, cinq passants sur le boulevard Edgar-Quinet. Vous savez mieux que personne ce que vaut la prose des grands quotidiens. Vous comprendrez donc que je ne suis pas " furieux ". Je suis très calme au contraire et je vous prie d'accepter, Monsieur, l'assurance de mes sentiments distingués.
" Paul HILBERT. "




Je glissai les cent deux lettres dans cent deux enveloppes et j'écrivis sur les enveloppes les adresses de cent deux écrivains français. Puis je mis le tout dans un tiroir de ma table avec six carnets de timbres.



Pendant les quinze jours qui suivirent, je sortis fort peu, je me laissais occuper lentement par mon crime. Dans la glace, où j'allais parfois me regarder, je constatais avec plaisir les changements de mon visage. Les yeux s'étaient agrandis, ils mangeaient toute la face. Ils étaient noirs et tendres sous les lorgnons, et je les faisais rouler comme des planètes. De beaux yeux d'artiste et d'assassin.








Mais je comptais changer bien plus profondément encore après l'accomplissement du massacre. J'ai vu les photos de ces deux belles filles, ces servantes qui tuèrent et saccagèrent leurs maîtresses. J'ai vu leurs photos d'avant et d'après.







                                                          
Avant, leurs visages se balançaient comme des fleurs sages au-dessus de cols de piqué. Elles respiraient l'hygiène et l'honnêteté appétissante. Un fer discret avait ondulé pareillement leurs cheveux.









 Et, plus rassurante encore que leurs cheveux frisés, que leurs cols et que leur air d'être en visite chez le photographe, il y avait leur ressemblance de sœurs, leur ressemblance si bien pensante, qui mettait tout de suite en avant les liens du sang et les racines naturelles du groupe familial.















Après, leurs faces resplendissaient comme des incendies. Elles avaient le cou nu des futures décapitées. Des rides partout, d'horribles rides de peur et de haine, des plis, des trous dans la chair comme si une bête avec des griffes avait tourné en rond sur leurs visages.















Et ces yeux, ces grands yeux noirs et sans fond - comme les miens.
Pourtant elles ne se ressemblaient plus.





Chacune portait à sa manière le souvenir de leur crime commun. " S'il suffit, me disais-je, d'un forfait où le hasard a la plus grande part pour transformer ainsi ces têtes d'orphelinat, que ne puis-je espérer d'un crime entièrement conçu et organisé par moi? Il s'emparerait de moi, bouleverserait ma laideur trop humaine... un crime, ça coupe en deux la vie de celui qui le commet. Il devait y avoir des moments où l'on souhaiterait revenir en arrière, mais il est là, derrière vous, il vous barre le passage, ce minéral étincelant. Je ne demandais qu'une heure pour jouir du mien, pour sentir son poids écrasant.








Cette heure, j'arrangerai tout pour l'avoir à moi: je décidai de faire l'exécution dans le haut de la rue d'Odessa. Je profiterais de 1'affolement pour m' enfuir en les laissant ramasser leurs morts.






Je courrais, je traverserais le boulevard Edgar-Quinet et tournerais rapidement dans la rue Delambre. Je n'aurais besoin que de trente secondes pour atteindre la porte de l'immeuble où j'habite.

A ce moment-là, mes poursuivants seraient encore sur le boulevard Edgar-Quinet, ils perdraient ma trace et il leur faudra sûrement plus d'une heure pour la retrouver. Je les attendrais chez moi et, quand je les entendrais frapper à ma porte, je rechargerais mon revolver et je me tirerais dans la bouche.

Je vivais plus largement; je m'étais entendu avec un traiteur de la rue Vavin qui me faisait porter, matin et soir, de bons petits plats. Le commis sonnait, je n'ouvrais pas, j'attendais quelques minutes puis j'entrebâillais ma porte et je voyais, dans un long panier posé sur le sol, des assiettes pleines qui fumaient.








Le 27 octobre, à six heures du soir, il me restait dix-sept francs cinquante. Je pris mon revolver et le paquet de lettres, je descendis. J'eus soin de ne pas fermer 1a porte, pour pouvoir rentrer plus vite quand j'aurais fait mon coup. Je ne me sentais pas bien, j'avais les mains froides et le sang à la tête, les yeux me chatouillaient. Je regardai les magasins, l'hôtel des Écoles, la papeterie où j'achète mes crayons et je ne les reconnus pas. Je me disais : " Qu'est-ce que c'est que cette rue ?









" Le boulevard du Montparnasse était plein de gens. Ils me bousculaient, me repoussaient, me frappaient de leurs coudes ou de leurs épaules. Je me laissais ballotter, la force me manquait pour me glisser entre eux. Je me vis soudain au cœur de cette foule, horriblement seul et petit. Comme ils auraient pu me faire mal, s'ils l'avaient voulu ! J'avais peur à cause de l'arme, dans ma poche. Il me semblait qu'ils allaient deviner qu’elle était là. Ils me regarderaient de leurs yeux durs, ils diraient : " Hé mais... mais... " avec une indignation joyeuse, en me harponnant de leurs pattes d'hommes. Lynché!



Ils me jetteraient au-dessus de leurs têtes, et je retomberais dans leurs bras comme une marionnette. Je jugeai plus sage de remettre au lendemain l'exécution de mon projet. J'allai dîner à La Coupole pour seize francs quatre-vingts. Il me restait soixante-dix centimes que je jetai dans le ruisseau.







Je suis resté trois jours dans ma chambre, sans manger, sans dormir. J'avais fermé les persiennes et je n'osais ni m'approcher de la fenêtre ni faire de la lumière. Le lundi, quelqu'un carillonna à ma porte. Je retins mon souffle et j’attendis. Au bout d'une minute, on sonna encore. J'allai sur la pointe des pieds coller mon œil au trou de la serrure. Je ne vis qu'un morceau d'étoffe noire et un bouton. Le type sonna encore puis redescendit : je ne sais pas qui c'était. Dans la nuit, j'eus des visions fraîches, des palmiers, de l'eau qui coulait, un ciel violet au-dessus d'une coupole. Je n'avais pas soif parce que, d'heure en heure, j'allais boire au robinet de l'évier. Mais j'avais faim. J'ai revu aussi la putain brune.
 C'était dans un château que j'avais fait construire sur les Causses Noires à vingt lieues de tout village. Elle était nue et seule avec moi. Je l'ai forcée à se mettre à genoux sous la menace de mon revolver, à courir à quatre pattes; puis je l'ai attachée à un pilier, et après lui avoir longuement expliqué ce que j'allais faire, je l'ai criblée de balles. Ces images m'avaient tellement troublé que j'ai dû me contenter. Après, je suis resté immobile dans le noir, la tête absolument vide. Les meubles se sont mis à craquer. Il était cinq heures du matin. J'aurais donné n'importe quoi pour quitter ma chambre, mais je ne pouvais pas descendre à cause des gens qui marchaient dans les rues.


Le jour est venu. Je ne sentais plus ma faim, mais je me suis mis à suer : j'ai trempé ma chemise. Dehors, il y avait du soleil. Alors j'ai pensé " Dans une chambre close, dans le noir Il est tapi. Depuis trois jours, Il n'a ni mangé ni dormi. On a sonné, et Il n'a pas ouvert. Tout à l'heure, Il va descendre dans la rue et Il tuera. " Je me faisais peur. A six heures du soir, la faim m'a repris. J’étais fou de colère. Je me suis cogné un moment dans les meubles, puis j'ai allumé l'électricité dans les chambres, à la cuisine, aux cabinets. Je me suis mis à chanter à tue-tête, j'ai lavé mes mains et je suis sorti. Il m'a fallu deux bonnes minutes pour mettre toutes mes lettres à la boîte. Je les enfonçais par paquets de dix. J'ai dû friper quelques enveloppes. Puis, j'ai suivi le boulevard du Montparnasse jusqu'à la rue d'Odessa. Je me suis arrêté devant la glace d'une chemiserie et, quand j 'ai vu mon visage, j'ai pensé : " C'est pour ce soir. "

Je me postai dans le haut de la rue d'Odessa, non loin du bec de gaz, et j'attendis. Deux femmes passèrent. Elles se donnaient le bras, la blonde disant :

- Ils avaient mis des tapis à toutes les fenêtres et c'étaient les nobles du pays qui faisaient la figuration.

- Ils sont panés ? demanda l'autre.

- Il n'y a pas besoin d'être pané pour accepter un travail qui rapporte cinq louis par jour.

- Cinq louis! dit la brune, éblouie. Elle ajouta, en passant près de moi : " Et puis je me figure que ça devait les amuser de mettre les costumes de leurs ancêtres. "



Elles s'éloignèrent. J'avais froid, mais je suais abondamment. Au bout d'un moment, je vis arriver trois hommes; je les laissai passer : il m'en fallait six. Celui de gauche me regarda et fit claquer sa langue. Je détournai les yeux.

A sept heures cinq, deux groupes qui se suivaient de près débouchèrent du boulevard Edgar-Quinet. Il y avait un homme et une femme avec deux enfants. Derrière eux venaient trois vieilles femmes. Je fis un pas en avant. La femme avait l'air en colère et secouait le petit garçon par le bras. L'homme dit d'une voix traînante :

- Il est emmerdant, aussi, ce morpion. Le cœur me battait si fort que j'en avais mal dans les bras. Je m'avançai et me tins devant eux, immobile. Mes doigts, dans ma poche, étaient tout mous autour de la gâchette.

- Pardon, dit l'homme en me bousculant. Je me rappelai que j'avais fermé la porte de mon appartement et cela me contraria : il me faudrait perdre un temps précieux à l'ouvrir. Les gens s'éloignèrent. Je fis volte-face et je les suivis machinalement. Mais je n'avais plus envie de tirer sur eux. Ils se perdirent dans la foule du boulevard. Moi, je m'appuyai contre le mur. J'entendis sonner huit heures et neuf heures. Je me répétais : " Pourquoi faut-il tuer tous ces gens qui sont déjà morts ", et j'avais envie de rire. Un chien vint flairer mes pieds.
Quand le gros homme me dépassa, je sursautai et je lui emboîtai le pas. Je voyais le pli de sa nuque rouge entre son melon et le col de son pardessus. Il se dandinait un peu et respirait fort, il avait l'air costaud. Je sortis mon revolver: il était brillant et froid, il me dégoûtait, je ne me rappelai pas très bien ce que je devais en faire. Tantôt je le regardais et tantôt je regardais la nuque du type. Le pli de la nuque me souriait, comme une bouche souriante et amère. Je me demandais si je n'allais pas jeter mon revolver dans un égout.
Tout d'un coup le type se retourna et me regarda d'un air irrité. Je fis un pas en arrière.

- C'est pour vous... demander... Il n'avait pas l'air d'écouter, il regardait mes mains. J'achevai péniblement.

- Pouvez-vous me dire où est la rue de la Gaîté? Son visage était gros, et ses lèvres tremblaient. Il ne dit rien, il allongea la main. Je reculai encore et je lui dis :

" Je voudrais... "

A ce moment je sus que j'allais me mettre à hurler. Je ne voulais pas : je lui lâchai trois balles dans le ventre. Il tomba d'un air idiot, sur les genoux, et sa tête roula sur son épaule gauche.

- Salaud, lui dis-je, sacré salaud!

Je m'enfuis. Je l’entendis tousser. J'entendis aussi des cris et une galopade derrière moi. Quelqu’un demanda : "Qu'est-ce que c'est, ils se battent" puis tout de suite après on cria : " A l'assassin! A J'assassin! " Je ne pensais pas que ces cris me concernaient. Mais ils me semblaient sinistres, comme la sirène des pompiers quand j'étais enfant. Sinistres et légèrement ridicules. Je courais de toute la force de mes jambes.

Seulement j'avais commis une erreur impardonnable : au lieu de remonter la rue d'Odessa vers le boulevard Edgar-Quinet, je la descendais vers le boulevard du Montparnasse. Quand je m'en aperçus, il était trop tard : j'étais déjà au beau milieu de la foule, des visages étonnés se tournaient vers moi (je me rappelle celui d'une femme très fardée qui portait un chapeau vert avec une aigrette), et j'entendais les imbéciles de la rue d'Odessa crier à l'assassin derrière mon dos. Une main se posa sur mon épaule. Alors je perdis la tête : je ne voulais pas mourir étouffé par cette foule. Je tirai encore deux coups de revolver. Les gens se mirent à piailler et s'écartèrent. J'entrai en courant dans un café. Les consommateurs se levèrent sur mon passage mais ils n'essayèrent pas de m'arrêter, je traversai le café dans toute sa longueur et je m’enfermai dans les lavabos. Il restait encore une balle dans mon revolver.

Un moment s'écoula. J'étais essoufflé et je haletais. Tout était d'un silence extraordinaire, comme si les gens faisaient exprès de se taire. J'élevai mon arme jusqu'à mes yeux et je vis son petit trou noir et rond : la balle sortirait par là; la poudre me brûlerait le visage. Je laissai retomber mon bras et j'attendis. Au bout d'un instant, ils s'amenèrent à pas de loup; ils devaient être toute une troupe, à en juger par le frôlement des pieds sur le plancher. Ils chuchotèrent un peu puis se turent. Moi, je soufflais toujours et je pensais qu'ils m'entendaient souffler, de l'autre côté de la cloison. Quelqu'un s'avança doucement et secoua la poignée de la porte. Il devait s’être plaqué de côté contre le mur, pour éviter mes balles. J’eus tout de même envie de tirer - mais la dernière balle était pour moi.

" Qu'est-ce qu'ils attendent ? me demandai-je. S'ils se jetaient sur la porte et s'ils la défonçaient tout de suite, je n'aurais pas le temps de me tuer, et ils me prendraient vivant. " Mais ils ne se pressaient pas, ils me laissaient tout le loisir de mourir. Les salauds, ils avaient peur.














Au bout d'un instant, une voix s'éleva.

- Allons, ouvrez, on ne vous fera pas de mal.

Il y eut un silence, et la même voix reprit :

- Vous savez bien que vous ne pouvez pas vous échapper.


Je ne répondis pas, je haletais toujours. Pour m'encourager à tirer, je me disais : "S'ils me prennent, ils vont me battre, me casser des dents, ils me crèveront peut-être un œil." J'aurais voulu savoir si le gros type était mort. Peut-être que je l'avais seulement blessé... et les deux autres balles, peut-être qu'elles n'avaient atteint personne... Ils préparaient quelque chose, ils étaient en train de tirer un objet lourd sur le plancher ? Je me hâtai de mettre le canon de mon arme dans ma bouche et je le mordis très fort. Mais je ne pouvais pas tirer, pas même poser le doigt sur la gâchette. Tout était retombé dans le silence.

Alors j'ai jeté le revolver et je leur ai ouvert la porte.


Η ΔΙΚΗ

  Θεατρική μεταφορά από το ομώνυμο μυθιστόρημα  του Φραντς Κάφκα. H παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη της  αγαπημένης μας Δασκάλας και Φίλης ...