ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ
ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ
ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ

Πριν από δύο χρόνια, στη συμβολή του αδιέξοδου των Δίδυμων Μύλων και της οδού Τουρνεμπρίντ, ένα άθλιο μικρομάγαζο επιδείκνυε ακόμη μια ρεκλάμα για το εντομοκτόνο Tu-pu-nez. Ήταν ήδη εκατό χρόνων και είχε ακμάσει την εποχή που διαλαλούσαν τον μπακαλιάρο στην πλατεία της Αγίας Καικιλίας. Σπάνια έπλεναν τα τζάμια της προθήκης: έπρεπε να καταβάλεις προσπάθεια για να διακρίνεις, ανάμεσα από τη σκόνη και τους υδρατμούς, ένα πλήθος μικρών κέρινων μορφών που αναπαριστούσαν αρουραίους και ποντίκια ντυμένους με φλογερά κόκκινα γιλέκα.

ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ “Ναυτία”
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ-ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ : ΑΝΤΡΕΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: ΑΝΤΡΕΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ
ΚΛΑΙΡΗ ΓΙΑΝΝΙΚΑΚΗ
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ : ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΠΕΛΑΡΗΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ : ΙΟΥΛΙΟΣ ΛΕΝΚΩΦ
“Θα είστε περίεργοι να μάθετε, υποθέτω, τι είναι ένας άνθρωπος που δεν αγαπά τους ανθρώπους. Ε, λοιπόν, αυτός είμαι εγώ, και τους αγαπώ τόσο λίγο, που εντός ολίγου θα σκοτώσω μισή ντουζίνα. Ίσως να αναρωτηθείτε: γιατί μόνο μισή ντουζίνα; ”
ΗΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ : ΠΕΜΠΤΗ έως και ΚΥΡΙΑΚΗ
Ώρα 21.15'. ΘΕΣΕΙΣ: 20.
Είσοδος: 10 €.
Διάρκεια Παράστασης: 90 λεπτά.
ΕΝΑΡΞΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ: ΣΑΒΒΑΤΟ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008
Ώρα 21.15'.
ΘΕΑΤΡΟ ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ
ΜΥΛΛΕΡΟΥ 78, ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ
2155404045, 6977930787
Τι είναι η ύπαρξη για τον Σαρτρ: Πάνω απ' όλα είναι το “να είμαι μέσα στις πράξεις μου και δια μέσου των πράξεών μου”. Χρησιμοποιεί την φράση του Lequier: “ Να φτιάχνεις και φτιάχνοντας να φτιάχνεσαι”- Ο καθένας είναι αυτό που πράττει. “Δεν είσαι τίποτα άλλο παρά η ζωή σου” λέει ένα από τα θεατρικά πρόσωπα του Σαρτρ. Ο άνθρωπος ορίζεται από τις πράξεις του.
Δεν υπάρχει παραγνωρισμένη μεγαλοφυΐα. Ποτέ δεν μπορούμε να καθορίσουμε την αξία αυτών που μας συμβαίνουν, παρά μόνο μέσα από τις πράξεις που τα προκάλεσαν. Τα αισθήματά μας κατασκευάζονται από τις πράξεις μας. Όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα έξω από αυτήν που εκφράζεται στα έργα της, με τον ίδιο τρόπο δεν υπάρχει και δυνατότητα αγάπης παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται. Ο άνθρωπός είναι όπως προβάλλεται, δεν είναι παρά μόνο αυτός που θα είναι και θα είναι αυτός που θα γίνει. Ο άνθρωπος είναι κατ' αρχήν ένα σχέδιο (προβολή - projet) που ζει υποκειμενικά, ο άνθρωπος είναι αυτό που θα σχεδιάσει να είναι.
JEAN WHAL, “ Φιλοσοφίες του Υπαρξισμού”
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ:
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΣΑΡΤΡ
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΣΑΡΤΡ
CATHARINE SAVAGE BROSMAN
O Σαρτρικός χαρακτήρας τραβάει την προσοχή μας πάνω σε ένα ιδιαίτερο ζήτημα, το βλέμμα του άλλου, ένα θέμα στο οποίο αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο Είναι και στο Μηδέν.
Έτσι, όπως κάθε σπουδαστής του Σαρτρ ξέρει, το βλέμμα του άλλου είνα μια πολύ “μη-ικανοποιητική” εμπειρία. Πράγματι, το τρίτο μείζον ζήτημα προς συζήτηση σε σχέση με την οπτική αντίληψη είναι ακριβώς η ύπαρξη του άλλου. Άνθρωπος είναι “το Είναι του οποίου η ουσία είναι να υπάρχει για τον άλλον.”, “Η πρωταρχική μου πτώση είναι η ύπαρξη του άλλου”. Παράλληλα με τη σεξουαλικότητα το βλέμμα είναι ένας βασικός τρόπος για την διαχείριση του άλλου σαν εργαλείο. Όπως ο Σαρτρ επιχειρηματολογεί στο Είναι και το Μηδέν, “ η δομή του κόσμου συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε να δούμε χωρίς να είμαστε ορατοί. ”.
Ανθρωπολογικά μιλώντας αυτό μπορεί να συνδεθεί με το “κακό μάτι” στο οποίο ο Σαρτρ αναφέρεται στο δοκίμιό του για τον Tintoretto . Αυτή η δομή υποδηλώνει ένα είδος δουλείας και έναν συνεχή κίνδυνο, με κάνει να νοιώθω την ελευθερία του άλλου μέσα από αυτό που ο Σαρτρ ονομάζει “ο θάνατος των δυνατοτήτων μου”(. Και αυτό δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε ή τουλάχιστον έτσι πίστευε πριν το “Critique de la raison dialectique”.
Η Εύα στο “Δωμάτιο” κοιτάζει από το παράθυρό της το κεφάλι και τους ώμους του πατέρα της.
Στον “Ηρόστρατο” ο Πωλ Ιλμπέρ μελετά το σβέρκο ενός από τους περαστικούς που θα ήθελε να πυροβολήσει αλλά όταν “ η ζάρα του σβέρκου του μου χαμογελούσε σαν ένα στόμα γελαστό και πικρό” αναρωτιέται αν θα έπρεπε να πετάξει το όπλο του. Και όταν ο τύπος στρέφεται προς το μέρος του κάνει ένα βήμα προς τα πίσω.
Η Λουλού στην “Οικειότητα”, συνεπαρμένη με οτιδήποτε σχετίζεται με τη σάρκα, ντρέπεται που έχει πισινό και φαντάζεται εκνευρισμένη τους άλλους να χαζεύουν τα οπίσθια της.
Είναι δυνατόν να ξεπεραστεί αυτή η σύγκρουση; Μια πιθανή συνεργασία ανάμεσα στα δύο βλέμματα θα μπορούσε να προσφέρει στον καθένα μιαν άποψη για τον εαυτό του, αυτό θα ήταν μια ελεύθερη ανταλλαγή. Σε κάποιο βαθμό αυτό φαίνεται εφικτό: Η καθημερινή ζωή προσφέρει πολλά παραδείγματα του πως το σώμα απολαμβάνει το “γνώθι σεαυτόν” διαμέσου της οπτικής του άλλου, ή με άλλα λόγια το πως το κενό της συνείδησης γεμίζει από μια ικανοποιητική εικόνα που παρέχεται από τον άλλον.
Όμως αυτό ενέχει κίνδυνο, αφού σε αντίθεση με ένα αντικείμενο όπως ο καθρέφτης ή το αεροπλάνο, ο άλλος δεν είναι αδρανής αλλά είναι μια ελευθερία και το βλέμμα του συχνά συνεπάγεται κριτική, κυριαρχία ή πόθο. Είναι μια επιδρομή: ο παρατηρούμενος κατέχεται από τον παρατηρητή.
Η Εύα σκέφτεται τον πατέρα της να εξετάζει και να κρίνει το ψυχικά διαταραγμένο γαμπρό του: “Τον είχε κοιτάξει και το πρόσωπο του Πιέρ ζωγραφίστηκε μέσα στα μεγάλα ζωηρά μάτια του. Τον μισώ όταν τον κοιτάζει, όταν σκέφτομαι ότι τον βλέπει”. Στο “Κεκλεισμένων των θυρών” , όταν η Εστέλ λέει “ 'Όταν δε μπορώ να με κοιτάξω, μάταια ψηλαφώ το πρόσωπό μου, αναρωτιέμαι αν υπάρχω στ' αλήθεια”, η Ινές προτείνει να γίνει ο καθρέφτης της, αναπληρώνοντας την απουσία καθρεφτών στην κόλαση “ Θα σε κοιτάζω συνεχώς.... Θα ζήσεις μέσα στο βλέμμα του, όπως ένας κόκκος σκόνης σε μια ηλιαχτίδα” Αλλά για τον λόγο αυτό, η Εστέλ θα πρέπει να εγκαταλείψει το βλέμμα της
Με μια άλλη έννοια, η Ινές κοιτώντας μέσα από την Εστέλ, γίνεται γνώστης του δικού της διεγερμένου σώματός της μέσω αυτής, επιθυμώντας την την κάνει το αντικείμενο που η ίδια δεν θέλει να γίνει.
Η Ινές είναι ο “Καθρέφτης για κορυδαλλούς” , που θα γίνει η παγίδα να πιαστεί το φτωχό ανόητο πουλί. Αλλά ο Σαρτρ έχει κατανείμει έτσι τους χαρακτήρες ώστε η αμοιβαιότητα να είναι αδύνατη και ταυτόχρονα καμιά ματιά να μην μπορεί να εξαλειφθεί. Η ίδια η Ινές εξαρτάται από το βλέμμα των υπολοίπων: “Μου κλέψατε μέχρι και το πρόσωπό μου, το γνωρίζετε κι εγώ δεν το γνωρίζω.”
ΣΑΝΤ και ΣΑΡΤΡ
ROBERT E. TAYLOR
Ακόμη και αυτά τα πρόσωπα τα οποία οι αναγνώστες του Σαρτρ θα χαρακτήριζαν πιθανόν σαν φυσιολογικά (ο Mathieu για παράδειγμα) μοιάζουν απρόθυμα να δώσουν ηδονή στον παρτενέρ τους από τον οποίο απαιτούν την δική τους ευχαρίστηση και συχνά προτιμούν να μην είναι καν ορατοί από αυτόν (L' âge de la raison, σελ. 19-20). Επίσης ο Σαντ σε ένα από τα πιο “φυσιολογικά” βιβλία του (Aline et Valcour) συνιστά την ίδια συμπεριφορά και αιτιολογεί τη θέση του παραθέτοντας αποσπάσματα από τον Fontenelle και αναφερόμενος σε μισή ντουζίνα από άλλους “αληθινούς” φιλόσοφους (ΙΙ, 97).
Αλλού ο Σαντ αποπειράθηκε να εξηγήσει ο ίδιος αυτή τη συμπεριφορά. Σκέφτεται πως κάποιοι άντρες απλώς δεν αντέχουν τη στιγμή που η ψευδαίσθηση χάνεται και ότι δεν θα μπορούσαν να αντέξουν να τους κοιτά η γυναίκα να βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση αδυναμίας, και ακριβώς αυτή η άβολη θέση τους γεννά απέχθεια. Ο Σαρτρ δεν δίνει ίσως τόσες εξηγήσεις αλλά φαίνεται πως συμφωνεί με τη διατύπωση του Σαντ αφού όντως λεει πως ο Mathieu “ δεν μπορούσε ποτέ να δοθεί ολοκληρωτικά σε έναν έρωτα, σε μια ηδονή” και φυσικά παρατηρεί και τονίζει ξανά και ξανά αυτήν την ίδια απέχθεια στον Baudelaire, στο δοκίμιο του πάνω στον ποιητή.
Στις φαντασιώσεις ενός από τους λιγότερο “φυσιολογικούς” χαρακτήρες του Σαρτρ το μερίδιο στην ηδονή της γυναίκας μειώνεται σε σημείο εξαφάνισης και αυτή απλώς μετατρέπεται σε στόχο ενός περιστρόφου ( Erostrate, τρίτο διήγημα στη συλλογή “ Ο τοίχος”, σελ. 85).
Η μετατροπή σε “στόχο όπλου” είναι μόλις η αρχή για μια όμορφη νέα γυναίκα που πέφτει στα χέρια κάποιων από τους “λιγότερο φυσιολογικούς” χαρακτήρες του Σαντ.
H σεξουαλική ιδιαιτερότητα που καταλαμβάνει περίοπτη θέση στα κείμενα του Σαντ και σε αυτή εν μέρει οφείλεται η λέξη στην οποία έχει δοθεί το όνομά του είναι η αλγολαγνεία (algolagnia). Δυο από τις πιο γνωστές νουβέλες του είναι οπωσδήποτε οι Justine και Julliete. H Justine είναι η μεγάλη εκπρόσωπος των κάθε Pamelas, Cosi-Sanctas, Madame de Luxes και Thérèses που υπήρξαν ποτέ. Είναι με λίγα λόγια το πιο κακοποιημένο πλάσμα σε όλο το κόσμο και καμιά πτυχή αυτής της κακοποίησης, όση φρικτή ή ανείπωτη κι αν είναι δεν αφήνεται ποτέ στη φαντασία του αναγνώστη. Η Julliete στο άλλο άκρο, είναι η πιο πρωτόγονη και σκληρή οπορτουνίστρια που υπήρξε ποτέ.
Οι δυο τους συνθέτουν τις πιο εξαιρετικές προσωποποιήσεις που έγιναν ποτέ του μαζοχισμού και σαδισμού. Ένας σπουδαστής του Σαντ σημειώνει πως τα δυο κορίτσια είναι στην πραγματικότητα δύο πτυχές ενός και μόνο ατόμου. Και είναι μάλλον αλήθεια αυτό αφού οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες του Σαντ δηλώνουν ότι έχουν βιώσει τις μεγαλύτερες ηδονές και στα δύο άκρα της αλγολαγνικής κλίμακας. Επομένως είναι αξιοσημείωτο ότι ο Σαρτρ έχει συνθέσει αυτά τα δύο άκρα (περισσότερο από άλλα άκρα όπως ομοφυλοφιλία-ετεροφυλία για παράδειγμα) για να δημιουργήσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί σαν φυσιολογική σεξουαλικότητα :
“Έτσι ο σαδισμός και ο μαζοχισμός είναι οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι του πόθου, είτε ξεπερνώ το πρόβλημα προς μια κατοχή του σώματος του άλλου, είτε μεθυσμένος από το δική μου σύγχυση δεν δίνω πλέον προσοχή παρά μόνο στο σώμα μου και δεν ζητώ τίποτα περισσότερο από τον Άλλον παρά να είναι το βλέμμα που με βοηθά να πραγματοποιήσω το σώμα μου (από τη σαρκική άποψη). Είναι εξαιτίας αυτής της ασυνέπειας του πόθου και της συνεχούς αμφιταλάντευσής του ανάμεσα σε αυτά τα άκρα που έχουμε τη συνήθεια να αποκαλούμε τη “φυσιολογική” σεξουαλικότητα με τον όρο “σαδο-μαζοχισμός” (Το Είναι και Μηδέν, σελ. 475).

Αλλού ο Σαντ αποπειράθηκε να εξηγήσει ο ίδιος αυτή τη συμπεριφορά. Σκέφτεται πως κάποιοι άντρες απλώς δεν αντέχουν τη στιγμή που η ψευδαίσθηση χάνεται και ότι δεν θα μπορούσαν να αντέξουν να τους κοιτά η γυναίκα να βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση αδυναμίας, και ακριβώς αυτή η άβολη θέση τους γεννά απέχθεια. Ο Σαρτρ δεν δίνει ίσως τόσες εξηγήσεις αλλά φαίνεται πως συμφωνεί με τη διατύπωση του Σαντ αφού όντως λεει πως ο Mathieu “ δεν μπορούσε ποτέ να δοθεί ολοκληρωτικά σε έναν έρωτα, σε μια ηδονή” και φυσικά παρατηρεί και τονίζει ξανά και ξανά αυτήν την ίδια απέχθεια στον Baudelaire, στο δοκίμιο του πάνω στον ποιητή.
Στις φαντασιώσεις ενός από τους λιγότερο “φυσιολογικούς” χαρακτήρες του Σαρτρ το μερίδιο στην ηδονή της γυναίκας μειώνεται σε σημείο εξαφάνισης και αυτή απλώς μετατρέπεται σε στόχο ενός περιστρόφου ( Erostrate, τρίτο διήγημα στη συλλογή “ Ο τοίχος”, σελ. 85).
Η μετατροπή σε “στόχο όπλου” είναι μόλις η αρχή για μια όμορφη νέα γυναίκα που πέφτει στα χέρια κάποιων από τους “λιγότερο φυσιολογικούς” χαρακτήρες του Σαντ.
Οι δυο τους συνθέτουν τις πιο εξαιρετικές προσωποποιήσεις που έγιναν ποτέ του μαζοχισμού και σαδισμού. Ένας σπουδαστής του Σαντ σημειώνει πως τα δυο κορίτσια είναι στην πραγματικότητα δύο πτυχές ενός και μόνο ατόμου. Και είναι μάλλον αλήθεια αυτό αφού οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες του Σαντ δηλώνουν ότι έχουν βιώσει τις μεγαλύτερες ηδονές και στα δύο άκρα της αλγολαγνικής κλίμακας. Επομένως είναι αξιοσημείωτο ότι ο Σαρτρ έχει συνθέσει αυτά τα δύο άκρα (περισσότερο από άλλα άκρα όπως ομοφυλοφιλία-ετεροφυλία για παράδειγμα) για να δημιουργήσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί σαν φυσιολογική σεξουαλικότητα :
“Έτσι ο σαδισμός και ο μαζοχισμός είναι οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι του πόθου, είτε ξεπερνώ το πρόβλημα προς μια κατοχή του σώματος του άλλου, είτε μεθυσμένος από το δική μου σύγχυση δεν δίνω πλέον προσοχή παρά μόνο στο σώμα μου και δεν ζητώ τίποτα περισσότερο από τον Άλλον παρά να είναι το βλέμμα που με βοηθά να πραγματοποιήσω το σώμα μου (από τη σαρκική άποψη). Είναι εξαιτίας αυτής της ασυνέπειας του πόθου και της συνεχούς αμφιταλάντευσής του ανάμεσα σε αυτά τα άκρα που έχουμε τη συνήθεια να αποκαλούμε τη “φυσιολογική” σεξουαλικότητα με τον όρο “σαδο-μαζοχισμός” (Το Είναι και Μηδέν, σελ. 475).

Στο δεύτερο μισό του έργου όμως βρίσκεται στο άλλο άκρο. Προσπαθεί να κάνει μόνο το καλό αλλά παντού περιφρονείται, εξευτελίζεται και μαστιγώνεται.
Στη τελευταία σκηνή του έργου ενώνει πάλι τις δύο φύσεις για να συνεχίσει τη δουλειά του: να είναι άνθρωπος. Ο Σαρτρ εκφράζει την ταύτιση βασανιστή-βασανιζόμενου διαρκώς στο έργο του. Η διαπραγμάτευση των παραπάνω στον Baudelaire εξηγεί αυτή την ταυτοποίηση στα έργα του Σαντ:
Είμαι η πληγή και το μαχαίρι
Και το θύμα και ο θύτης
Το να προκαλείς πόνο είναι τόσο κατοχή και δημιουργία όσο και διάλυση. Ο δεσμός που ενώνει αμοιβαία το θύμα και τον ιεροεξεταστή είναι σεξουαλικός.”
Αυτή η ιδέα επαναλαμβάνεται συχνά στον Baudelaire και μια έκφραση όπως “δήμιος-θύμα” διαπερνά τις σελίδες του σαν ένα μοτίβο (leitmotiv). O Σαρτρ ξέρει πολύ καλά τη διέγερση που προκαλεί μια σαδιστική σκηνή.
Στις “Μύγες” ο Δίας καθώς αναθυμάται το φόνο του Αγαμέμνονα πειράζει μια γριά θυμίζοντας της με πόση φλόγα στα μάτια παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τη σκηνή του φόνου κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες της :
“ΓΡΙΑ: Ο άντρας μου έλειπε στα χωράφια. Τι μπορούσα να κάνω; έτρεξα και μαντάλωσα τη πόρτα μου.

ΓΡΙΑ: Πάψε, πάψε
ΔΙΑΣ: θα ρίχτηκες με λύσσα στον έρωτα εκείνη τη νύχτα! Ήταν μια γιορτή για σένα, ε;
ΓΡΙΑ: Α! Άρχοντά μου, ήτανε...μια τρομαχτική γιορτή.
ΔΙΑΣ: Μια ματοβαμμένη γιορτή που ποτέ σου δε μπόρεσες να ξεχάσεις.”
Έτσι ένα κεντρικό σημείο στον Σαντ είναι κοινό και στον Σαρτρ. Η παραπάνω αντίληψη επιπλέον εκλεπτύνεται περαιτέρω και στους δύο συγγραφείς με όμοιο τρόπο: Όπως θύμα και δήμιος ισοδυναμούν στο ίδιο άτομο το ίδιο συμβαίνει με καταστροφέα και δημιουργό. Κατέχοντας τη δύναμη να καταστρέφει ο άνθρωπος κατέχει ταυτόχρονα τη δύναμη να δημιουργεί, γιατί στην ουσία δημιουργία και καταστροφή σημαίνουν ουσιαστικά αλλαγή. Ο Σαρτρ γράφει στο “Baudelaire”: “Ας παρατηρήσουμε ότι καταστροφή και δημιουργία σχηματίζουν εδώ ένα ζευγάρι: και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει παραγωγή απόλυτων γεγονότων, και στις δύο περιπτώσεις ένας άνθρωπος είναι υπεύθυνος για μια ριζική αλλαγή στο σύμπαν.”
TΟ ΜΙΣΟΣ
XAΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ
Ενώ στη στάση της αγάπης και στη στάση του πόθου ενυπάρχει η πρόθεση κατάκτησης του άλλου (είτε ως ιδιοποίησης της υποκειμενικότητας του, είτε ως κατοχής τού σώματός του, είτε δηλαδή ως séduction είτε ως possession), πράγμα που δηλώνει την προσπάθεια ενοποίησης με τον άλλον, στην περίπτωση του μίσους δεν υπάρχει παρόμοια πρόθεση: το υποκείμενο “ εγκαταλείπει την αξίωσή του να πραγματοποιήσει μια ένωση με τον άλλον”.
Εξάλλου, αυτός που επιλέγει το μίσος, επιδιώκει πρωταρχικά να απαλλαγεί από τη διάστασή του ως αντικειμένου-για-τον-άλλον και “να μην είναι αντικείμενο με κανέναν τρόπο”. Με άλλους όρους, “ το μίσος παρουσιάζεται ως μία απόλυτη θέση της ελευθερίας του “δι'-εαυτό” απέναντι στον “άλλον”28. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρνείται την ελευθερία του άλλου: Το μίσος προϋποθέτει την αναγνώριση της ελευθερίας του μισουμένου, αν και στοχεύει στην κατάργησή του ως αντικειμένου, αφού ο άλλος μόνο ως άλλος-αντικείμενο είναι προσπελάσιμος από τη συνείδηση του μισούντος.
Πιό συγκεκριμένα, συμβαίνει το εξής : Η ευκαιρία για να εμφανισθεί το μίσος είναι “ η πράξη του άλλου, δια της οποίας έχω τεθεί σε κατάσταση τέτοια ώστε να υφίσταμαι την ελευθερία του”. Αυτό με ταπεινώνει, επειδή μου αποκαλύπτει την αντικειμενότητά μου που η ελευθερία του άλλου τη
χρησιμοποιεί ως όργανο, δηλαδή ως πρόσχημα ή ως υλικό πάνω στο οποίο σμιλεύεται η δική του ελεύθερη πράξη. Αφού, όμως, δεν μπορώ να προσεγγίσω την ελευθερία του άλλου, ο μόνος τρόπος για να απαλλαγώ απ' αυτήν (και να πάψω να είμαι αντικείμενό της), είναι να καταργήσω τον άλλον ως “άλλον-αντικείμενο” - ως υπερβαινομένη υπέρβαση – ώστε να κατορθώσω να καταργήσω ταυτόχρονα και την υποκειμενικότητά του – δηλαδή, τον άλλον ως υπερβαίνουσα (εμένα) υπέρβαση.
Εδώ, όμως, βρίσκεται η αντίφαση του μίσους, το οποίο αποδεικνύεται μια αποτυχημένη, επίσης, στάση: Διότι, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η πράξη μίσους απελευθερώνει το “δι'-εαυτό” του ενεργητή της, δεν εξαλείφει την πιθανότητα να υπάρξει αυτός ως “είναι-για-τον-άλλον”. Εξ άλλου, ο θάνατος του μισουμένου είναι το γεγονός που του στερεί οριστικά πλέον τη δυνατότητα να ανακτήσει το είναι του που, στο παρελθόν, είχε αλλοτριωθεί από την ελευθερία του άλλου.
Η αντίφαση είναι σαφής: ενώ η εξόντωση του άλλου στοχεύει στην άρση της αντικειμενικότητάς μου, καταλήγει στο να με καταστήσει οριστικά αντικείμενο. “ Ο θάνατος του άλλου με καθιστά ανέκκλητο αντικείμενο ακριβώς όπως ο δικός μου θάνατος”. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο θρίαμβος του μίσους μετατρέπεται, με την εμφάνισή του καθαυτήν, σε αποτυχία. Το μίσος δεν επιτρέπει να βγεις από τον κύκλο. Αντιπροσωπεύει απλά την έσχατη απόπειρα, την απόπειρα της απελπισίας”.
Μπωντλαίρ
Και δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπωντλαίρ βλέπει στον Σατανά τον πλήρη τύπο της πάσχουσας ομορφιάς. Νικημένος, ξεπεσμένος, ένοχος, κατηγορημένος από ολόκληρη τη φύση, απόρριμμα του Σύμπαντος, συντετριμμένος από την ανάμνηση του μη εξαγοράσιμου σφάλματος του, ρημαγμένος από μιαν ανικανοποίητη φιλοδοξία, διαπερασμένος από το βλέμμα του Θεού που τον καθηλώνει στη διαβολική του ουσία, εξαναγκασμένος να δέχεται ως τα βάθη της καρδιάς του την ηγεμονία του καλού, ο Σατανάς υπερέχει κι έτσι ακόμα απέναντι στον ίδιο τον θεό, τον κύριο και νικητή του, με την οδύνη του, μ' αυτή τη φλόγα του περίλυπου ανικανοποίητου που, την ίδια εκείνη στιγμή που συγκατατίθεται στην εξουθένωση, λάμπει σαν μη εξαγοράσιμη επιτίμηση. Στο παιχνίδι αυτό του “όποιος χάνει νικάει”, είναι ο νικημένος που, ως νικημένος, αποσπά τη νίκη.

Αλαζόνας και νικημένος, κατεχόμενος από το αίσθημα της μοναδικότητας του απέναντι στον κόσμο, ο Μπωντλαίρ ταυτίζεται με το Σατανά στα μύχια της καρδιάς του. Ίσως μάλιστα η ανθρώπινη έπαρση ποτέ να μην έφτασε στο βαθμό που έφτασε μέσα σ' αυτήν την κραυγή, που πάντα καταπνίγεται, πάντα συγκρατείται και που ακούγεται σε όλο το μπωντλαιρικό έργο: «Είμαι ο Σατανάς!» Αλλά τι είναι κατά βάθος ο Σατανάς, αν όχι το σύμβολο των ανυπάκουων και βλοσυρών παιδιών που ζητούν από το πατρικό βλέμμα να τα καθηλώσει στην ιδιότυπη ουσία τους και που κάνουν το κακό μέσα στα πλαίσια του καλού για να επικυρώσουν την ιδιοτυπία τους και να την καθιερώσουν στα μάτια των άλλων;
ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ “Μπωντλαίρ”
Κατά τη γνώμη μου, αυτό που διαστρέφει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι ότι ο καθένας κρατά κάτι κρυμμένο από τον άλλο, κάποιο μυστικό, όχι απαραίτητα κρυμμένο απ' όλους αλλά από αυτόν με τον οποίο συνομιλεί τη δεδομένη στιγμή.
Πιστεύω πως η διαφάνεια πρέπει ν' αντικαταστήσει κάποτε το μυστικό, και φαντάζομαι την μέρα που δύο άνθρωποι δεν θα έχουν μυστικά ο ένας για τον άλλο γιατί δεν θα έχουν πλέον από κανέναν, γιατί η υποκειμενική ζωή, όπως και η αντικειμενική, θα είναι ολική προσφορά, δόσιμο.
Αυτή η αλλαγή... είναι συνδεδεμένη με μια πραγματική επανάσταση.
ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ
Αυτοπορτραίτο στα εβδομήντα χρόνια
Le Nouvelle Observateur, 23 Ιουνίου 1975
Επιμέλεια προγράμματος-Μεταφράσεις Κειμένων
ΚΛΑΙΡΗ ΓΙΑΝΝΙΚΑΚΗ - ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΕΛΟYΖΗΣ
ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ “Μπωντλαίρ”
Κατά τη γνώμη μου, αυτό που διαστρέφει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι ότι ο καθένας κρατά κάτι κρυμμένο από τον άλλο, κάποιο μυστικό, όχι απαραίτητα κρυμμένο απ' όλους αλλά από αυτόν με τον οποίο συνομιλεί τη δεδομένη στιγμή.
Πιστεύω πως η διαφάνεια πρέπει ν' αντικαταστήσει κάποτε το μυστικό, και φαντάζομαι την μέρα που δύο άνθρωποι δεν θα έχουν μυστικά ο ένας για τον άλλο γιατί δεν θα έχουν πλέον από κανέναν, γιατί η υποκειμενική ζωή, όπως και η αντικειμενική, θα είναι ολική προσφορά, δόσιμο.
Αυτή η αλλαγή... είναι συνδεδεμένη με μια πραγματική επανάσταση.
ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ
Αυτοπορτραίτο στα εβδομήντα χρόνια
Le Nouvelle Observateur, 23 Ιουνίου 1975
Επιμέλεια προγράμματος-Μεταφράσεις Κειμένων
ΚΛΑΙΡΗ ΓΙΑΝΝΙΚΑΚΗ - ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΕΛΟYΖΗΣ
EROSTRATE
Les hommes, il faut les voir d'en haut. J'éteignais la lumière et je me mettais à la fenêtre : ils ne soupçonnaient même pas qu'on pût les observer d'en dessus. Ils soignent la façade, quelquefois les derrières, mais tous leurs effets sont calculés pour des spectateurs d'un mètre soixante-dix.
Qui donc a jamais réfléchi à la forme d'un chapeau melon vu d'un sixième étage? Ils négligent de défendre leurs épaules et leurs crânes par des couleurs vives et des étoffes voyantes, ils ne savent pas combattre ce grand ennemi de l'Humain : la perspective plongeante. Je me penchais et je me mettais à rire : où donc était-elle, cette fameuse " station debout " dont ils étaient si fiers: ils s'écrasaient contre le trottoir et deux longues jambes à demi rampantes sortaient de dessous leurs épaules.
Il fallait quelquefois redescendre dans les rues. Pour aller au bureau, par exemple. J'étouffais. Quand on est de plain-pied avec les hommes, il
est beaucoup plus difficile de les considérer comme des fourmis : ils touchent. Une fois, j'ai vu un type mort dans la rue.
Il était tombé sur le nez. On l'a retourné, il saignait. J'ai vu ses yeux ouverts, et son air louche, et tout ce sang. Je me disais : " Ce n'est rien, ça n'est pas plus émouvant que de la peinture fraîche. On lui a badigeonné le nez en rouge, voilà tout. " Mais j'ai senti une sale douceur qui me prenait aux jambes et à la nuque, je me suis évanoui. Ils m'ont emmené dans une pharmacie, m'ont donné des claques sur les épaules et fait boire de l'alcool. Je les aurais tués.
Je savais qu'ils étaient mes ennemis, mais eux ne le savaient pas. Ils s'aimaient entre eux, ils se serraient les coudes; et moi, ils m'auraient bien donné un coup de main par-ci, par-là, parce qu'ils me croyaient leur semblable. Mais s'ils avaient pu deviner la plus infime partie de la vérité, ils m'auraient battu. D'ailleurs, ils l'ont fait plus tard.
J'ai toujours prévu qu'ils finiraient par me battre : je ne suis pas fort et je ne peux pas me défendre. Il y en a qui me guettaient depuis longtemps : les grands. Ils me bousculaient dans la rue, pour rire, pour voir ce que je ferais. Je ne disais rien. Je faisais semblant de n'avoir pas compris. Et pourtant, ils m'ont eu. J'avais peur d'eux : c'était un pressentiment. Mais vous pensez bien que j'avais des raisons plus sérieuses pour les haïr.
Quelquefois, ça partait tout seul dans mon pantalon; d'autres fois, j'avais le temps de rentrer chez moi pour me finir. Ce soir-là, je ne la trouvai pas à son poste. J'attendis un moment et comme je ne la voyais pas venir, je supposai qu'elle était grippée. C'était au début de janvier et il faisait très froid. J’étais désolé : je suis un imaginatif et je m'étais vivement représenté le plaisir que je comptais tirer de cette soirée. Il y avait bien, dans la rue d'Odessa, une brune que j'avais souvent remarquée, un peu mûre mais ferme et potelée : je ne déteste pas les femmes mûres : quand elles sont dévêtues, elles ont l'air plus nues que les autres. Mais elle n'était pas au courant de mes convenances, et ça m'intimidait un peu de lui exposer ça de but en blanc. Et puis je me défie des nouvelles connaissances : ces femmes-là peuvent très bien cacher un voyou derrière une porte, et, après ça, le type s'amène tout d'un coup et vous prend votre argent. Bien heureux s'il ne vous donne pas des coups de poing. Pourtant, ce soir-là, j'avais je ne sais quelle hardiesse, je décidai de passer chez moi pour prendre mon revolver et de tenter l'aventure.
Quand j'abordai la femme, un quart d'heure plus tard, mon arme était dans ma poche, et je ne craignais plus rien. A la regarder de près, elle avait plutôt l'air misérable. Elle ressemblait à ma voisine d'en face, la femme de l'adjudant, et j'en fus très satisfait parce qu'il y avait longtemps que j'avais envie de la voir à poil, celle-là. Elle s’habillait la fenêtre ouverte, quand l'adjudant était parti, et j´étais resté souvent derrière mon rideau pour la surprendre. Mais elle faisait sa toilette au fond de la pièce.
A l'hôtel Stella, il ne restait qu'une chambre libre, au quatrième. Nous montâmes. La femme était assez lourde et s'arrêtait à chaque marche, pour souffler. J´étais très à l'aise : j’ai un corps sec, malgré mon ventre et il faudrait plus de quatre étages pour me faire perdre haleine. Sur le palier du quatrième, elle s'arrêta et mit sa main droite sur son cœur en respirant très fort. De la main gauche elle tenait la clef de la chambre.
- Déshabille-toi, lui dis-je. Il y avait un fauteuil en tapisserie; je m’assis confortablement. C'est dans ces cas-là que je regrette de ne pas fumer. La femme ôta sa robe puis s'arrêta en me jetant un regard méfiant.
- Comment t'appelles-tu ? lui dis-je en me renversant en arrière.
- Renée.
- Eh bien, Renée, presse-toi, j’attends.
- Tu ne te déshabilles pas ?
- Va, va, lui dis-je, ne t'occupe pas de moi.
Elle fit tomber son pantalon à ses pieds puis le ramassa et le posa soigneusement sur sa robe avec son soutien-gorge.
soit ta petite femme qui fasse tout le travail ?
En même temps elle fit un pas vers moi et, s'appuyant avec les mains sur les accoudoirs de mon fauteuil, elle essaya lourdement de s'agenouiller entre mes jambes. Mais je la relevai avec rudesse - Pas de ça, pas de ça, lui dis-je.
- Mais qu'est-ce que tu veux que je te fasse ?
- Rien. Marche, promène-toi, je ne t'en demande pas plus.
Elle tourna la tête vers moi et, pour sauver les apparences, me sourit coquettement :
- Tu me trouves belle? Tu te rinces l'œil?
- T'occupe pas de ça. Dis donc, me demanda-t-elle avec une indignation subite, t'as l'intention de me faire marcher longtemps comme ça ?
- Assieds-toi.
Elle s'assit sur le lit, et nous nous regardâmes en silence. Elle avait la chair de poule. On entendait le tic-tac d'un réveil, de l'autre côté du mur. Tout à coup je lui dis :
- Écarte les jambes.
- Tu te rends compte ?
Et je repartis à rire.
Elle me regarda avec stupeur, puis rougit violemment et referma les jambes.
- Salaud, dit-elle entre ses dents. Mais je ris de plus belle, alors elle se leva d'un bond et prit son soutien-gorge sur la chaise.
- Hé là, lui dis-je, ça n'est pas fini. Je te donnerai cinquante francs tout à l'heure, mais j'en veux pour mon argent.
Elle prit nerveusement son pantalon.
- J'en ai marre, tu comprends. Je ne sais pas ce que tu veux. Et si tu m'as fait monter pour te fiche de moi...
- Marche, lui dis-je, promène-toi. Elle s'est promenée encore cinq minutes. Puis je lui ai donné ma canne et je lui ai fait faire l'exercice. Quand j'ai
senti que mon caleçon était mouillé, je me suis levé et je lui ai tendu un billet de cinquante francs. Elle l'a pris.
- Au revoir, ajoutai-je, je ne t'aurai pas beaucoup fatiguée pour le prix.
Je suis parti, je l'ai laissée toute nue au milieu de la chambre, son soutien-gorge dans une main, le billet de cinquante francs dans l'autre.
Je ne regrettais pas mon argent : je l'avais ahurie et ça ne s'étonne pas facilement, une putain. J'ai pensé en descendant l'escalier: " Voilà ce que le voudrais, les étonner tous. " J'étais joyeux comme un enfant.
J'avais emporté le savon vert et, rentré chez moi, je le frottai longtemps sous l'eau chaude jusqu'à ce qu'il ne fût plus qu'une mince pellicule entre mes doigts et qu'il ressemblât à un bonbon à la menthe sucé très longtemps.
Mais, la nuit, je me réveillai en sursaut et je revis son visage, les yeux qu'elle faisait quand je lui ai montré mon feu, et son ventre gras qui sautait à chacun de ses pas.
Que j'ai été bête, me dis-je. Et je sentis un remords amer : j'aurais dû tirer pendant que j'y étais, crever ce ventre comme une écumoire. Cette nuit-là et les trois nuits suivantes, je rêvai de six petits trous rouges groupés en cercle autour du nombril.
Par la suite je ne sortis plus sans mon revolver.
Je regardais le dos des gens et j'imaginais, d'après leur démarche, la façon dont ils tomberaient si je leur tirais dessus.
Le dimanche, je pris l'habitude d'aller me poster devant le Châtelet, à la sortie des concerts classiques. Vers six heures, j'entendais une sonnerie, et les ouvreuses venaient vassujettir les portes vitrées avec des crochets.
C'était le commencement : la foule sortait lentement; les gens marchaient d'un pas flottant, les yeux encore pleins de rêve, le cœur encore plein de jolis sentiments.
Il y en avait beaucoup qui regardaient autour d'eux d'un air étonné : la rue devait leur paraître toute bleue. Alors, ils souriaient avec mystère : ils passaient d'un monde à l'autre.
C'est dans l'autre que je les attendais, moi. J'avais glissé ma main droite dans ma poche et je serrais de toutes mes forces la crosse de mon arme.
Au bout d'un moment, je me voyais en train de leur tirer dessus.
Je les dégringolais comme des pipes, ils tombaient les uns sur les autres, et les survivants, pris de panique, refluaient dans le théâtre en brisant les vitres des portes.
C'était un jeu très énervant : mes mains tremblaient, à la fin, et j'étais obligé d'aller boire un cognac chez Dreher pour me remettre.
Les femmes je ne les aurais pas tuées. Je leur aurais tiré dans les reins. Ou alors dans les mollets, pour les faire danser.
matin, on ne fait pas grand-chose. La dactylo du service commercial venait de nous apporter les quittances. Lemercier la plaisanta gentiment, et, quand elle fut sortie, ils détaillèrent ses charmes avec une compétence blasée. Puis ils parlèrent de Lindbergh. Ils aimaient bien Lindbergh. Je leur dis :
- Moi j'aime les héros noirs.
- Les nègres ? demanda Massé.
- Non, noirs comme on dit Magie noire. Lindbergh est un héros blanc. Il ne m'intéresse pas.
- Allez voir si c'est facile de traverser l'Atlantique, dit aigrement Bouxin.
Je leur exposai ma conception du héros noir:
- Un anarchiste, résuma Lemercier.
- Non, dis-je doucement, les anarchistes aiment les hommes à leur façon.
- Alors, ce serait un détraqué.
Mais Massé, qui avait des lettres, intervint à ce moment :
- Je le connais votre type, me dit-il. Il s'appelle Érostrate. Il voulait devenir illustre et il n'a rien trouvé de mieux que de brûler le temple d’Éphèse, une des sept merveilles du monde.
- Et comment s'appelait l'architecte de ce temple ?
- Je ne me rappelle plus, confessa-t-il, je crois même qu'on ne sait pas son nom.
- Vraiment ? Et vous vous rappelez le nom d'Érostrate ? Vous voyez qu'il n'avait pas fait un si mauvais calcul.
La conversation prit fin sur ces mots, mais j’étais bien tranquille; ils se la rappelleraient au bon moment. Pour moi, qui, jusqu'alors, n'avais jamais entendu parler d'Érostrate, son histoire m'encouragea. Il y avait plus de deux mille ans qu'il était mort, et son acte brillait encore, comme un diamant noir. Je commençais à croire que mon destin serait court et tragique. Cela me fit peur tout d'abord, et puis je m'y habituai. Si on prend ça d'une certaine façon, c'est atroce, mais, d'un autre côté, ça donne à l'instant qui passe une force et une beauté considérables. Quand je descendais dans la rue, je sentais en mon corps une puissance étrange. J'avais sur moi mon revolver, cette chose qui éclate et qui fait du bruit. Mais ce n'était plus de lui que je tirais mon assurance, c'était de moi : j'étais un être de l'espèce des revolvers, des pétards et des bombes. Moi aussi, un jour, au terme de ma sombre vie, j'exploserais et j’illuminerais le monde d'une flamme violente et brève comme un éclair de magnésium. Il m'arriva, vers cette époque, de faire plusieurs nuits le même rêve. J'étais un anarchiste, je m'étais placé sur le passage du tsar et je portais sur moi une machine infernale. A l'heure dite, le cortège passait, la bombe éclatait, et nous sautions en l'air, moi, le tsar et trois officiers chamarrés d'or, sous les yeux de la foule.
Je restais maintenant des semaines entières sans paraître au bureau. Je me promenais sur les boulevards, au milieu de mes futures victimes, ou bien je m'enfermais dans ma chambre et je tirais des plans. On me congédia au début d'octobre. J'occupai alors mes loisirs en rédigeant la lettre suivante, que je copiai en cent deux exemplaires :
" Monsieur,
Les gens se jettent sur vos livres avec gourmandise, ils les lisent dans un bon fauteuil, ils pensent au grand amour malheureux et discret que vous leur portez et ça les console de bien des choses, d'être laids, d'être lâches, d'être cocus, de n'avoir pas reçu d'augmentation au premier janvier. Et l'on dit volontiers de votre dernier roman : c'est une bonne action.
Mais ce qui vous attire en eux me dégoûte. J'ai vu comme vous des hommes mastiquer avec mesure en gardant l’œil pertinent, en feuilletant de la main gauche une revue économique. Est-ce ma faute si je préfère assister au repas des phoques ?
L'homme ne peut rien faire de son visage sans que ça tourne au jeu de physionomie.
" S'il n'y avait entre nous qu'une différence de goût, je ne vous importunerais pas. Mais tout se passe comme si vous aviez la grâce et que je ne l'aie point. Je suis libre d'aimer ou non le homard à l'américaine, mais si je n'aime pas les hommes, je suis un misérable et je ne puis trouver de place au soleil. Ils ont accaparé le sens de la vie. J’espère que vous comprenez ce que je veux dire.
" Paul HILBERT. "
Je glissai les cent deux lettres dans cent deux enveloppes et j'écrivis sur les enveloppes les adresses de cent deux écrivains français. Puis je mis le tout dans un tiroir de ma table avec six carnets de timbres.
Mais je comptais changer bien plus profondément encore après l'accomplissement du massacre. J'ai vu les photos de ces deux belles filles, ces servantes qui tuèrent et saccagèrent leurs maîtresses. J'ai vu leurs photos d'avant et d'après.
Et, plus rassurante encore que leurs cheveux frisés, que leurs cols et que leur air d'être en visite chez le photographe, il y avait leur ressemblance de sœurs, leur ressemblance si bien pensante, qui mettait tout de suite en avant les liens du sang et les racines naturelles du groupe familial.
Après, leurs faces resplendissaient comme des incendies. Elles avaient le cou nu des futures décapitées. Des rides partout, d'horribles rides de peur et de haine, des plis, des trous dans la chair comme si une bête avec des griffes avait tourné en rond sur leurs visages.
Et ces yeux, ces grands yeux noirs et sans fond - comme les miens.
Pourtant elles ne se ressemblaient plus.
Cette heure, j'arrangerai tout pour l'avoir à moi: je décidai de faire l'exécution dans le haut de la rue d'Odessa. Je profiterais de 1'affolement pour m' enfuir en les laissant ramasser leurs morts.
Je courrais, je traverserais le boulevard Edgar-Quinet et tournerais rapidement dans la rue Delambre. Je n'aurais besoin que de trente secondes pour atteindre la porte de l'immeuble où j'habite.
Je suis resté trois jours dans ma chambre, sans manger, sans dormir. J'avais fermé les persiennes et je n'osais ni m'approcher de la fenêtre ni faire de la lumière. Le lundi, quelqu'un carillonna à ma porte. Je retins mon souffle et j’attendis. Au bout d'une minute, on sonna encore. J'allai sur la pointe des pieds coller mon œil au trou de la serrure. Je ne vis qu'un morceau d'étoffe noire et un bouton. Le type sonna encore puis redescendit : je ne sais pas qui c'était. Dans la nuit, j'eus des visions fraîches, des palmiers, de l'eau qui coulait, un ciel violet au-dessus d'une coupole. Je n'avais pas soif parce que, d'heure en heure, j'allais boire au robinet de l'évier. Mais j'avais faim. J'ai revu aussi la putain brune.
- Ils avaient mis des tapis à toutes les fenêtres et c'étaient les nobles du pays qui faisaient la figuration.
- Ils sont panés ? demanda l'autre.
- Il n'y a pas besoin d'être pané pour accepter un travail qui rapporte cinq louis par jour.
- Cinq louis! dit la brune, éblouie. Elle ajouta, en passant près de moi : " Et puis je me figure que ça devait les amuser de mettre les costumes de leurs ancêtres. "
Elles s'éloignèrent. J'avais froid, mais je suais abondamment. Au bout d'un moment, je vis arriver trois hommes; je les laissai passer : il m'en fallait six. Celui de gauche me regarda et fit claquer sa langue. Je détournai les yeux.
A sept heures cinq, deux groupes qui se suivaient de près débouchèrent du boulevard Edgar-Quinet. Il y avait un homme et une femme avec deux enfants. Derrière eux venaient trois vieilles femmes. Je fis un pas en avant. La femme avait l'air en colère et secouait le petit garçon par le bras. L'homme dit d'une voix traînante :
- Il est emmerdant, aussi, ce morpion. Le cœur me battait si fort que j'en avais mal dans les bras. Je m'avançai et me tins devant eux, immobile. Mes doigts, dans ma poche, étaient tout mous autour de la gâchette.
- Pardon, dit l'homme en me bousculant. Je me rappelai que j'avais fermé la porte de mon appartement et cela me contraria : il me faudrait perdre un temps précieux à l'ouvrir. Les gens s'éloignèrent. Je fis volte-face et je les suivis machinalement. Mais je n'avais plus envie de tirer sur eux. Ils se perdirent dans la foule du boulevard. Moi, je m'appuyai contre le mur. J'entendis sonner huit heures et neuf heures. Je me répétais : " Pourquoi faut-il tuer tous ces gens qui sont déjà morts ", et j'avais envie de rire. Un chien vint flairer mes pieds.
Quand le gros homme me dépassa, je sursautai et je lui emboîtai le pas. Je voyais le pli de sa nuque rouge entre son melon et le col de son pardessus. Il se dandinait un peu et respirait fort, il avait l'air costaud. Je sortis mon revolver: il était brillant et froid, il me dégoûtait, je ne me rappelai pas très bien ce que je devais en faire. Tantôt je le regardais et tantôt je regardais la nuque du type. Le pli de la nuque me souriait, comme une bouche souriante et amère. Je me demandais si je n'allais pas jeter mon revolver dans un égout.
Tout d'un coup le type se retourna et me regarda d'un air irrité. Je fis un pas en arrière.
- C'est pour vous... demander... Il n'avait pas l'air d'écouter, il regardait mes mains. J'achevai péniblement.
- Pouvez-vous me dire où est la rue de la Gaîté? Son visage était gros, et ses lèvres tremblaient. Il ne dit rien, il allongea la main. Je reculai encore et je lui dis :
" Je voudrais... "
A ce moment je sus que j'allais me mettre à hurler. Je ne voulais pas : je lui lâchai trois balles dans le ventre. Il tomba d'un air idiot, sur les genoux, et sa tête roula sur son épaule gauche.
- Salaud, lui dis-je, sacré salaud!
Je m'enfuis. Je l’entendis tousser. J'entendis aussi des cris et une galopade derrière moi. Quelqu’un demanda : "Qu'est-ce que c'est, ils se battent" puis tout de suite après on cria : " A l'assassin! A J'assassin! " Je ne pensais pas que ces cris me concernaient. Mais ils me semblaient sinistres, comme la sirène des pompiers quand j'étais enfant. Sinistres et légèrement ridicules. Je courais de toute la force de mes jambes.
Seulement j'avais commis une erreur impardonnable : au lieu de remonter la rue d'Odessa vers le boulevard Edgar-Quinet, je la descendais vers le boulevard du Montparnasse. Quand je m'en aperçus, il était trop tard : j'étais déjà au beau milieu de la foule, des visages étonnés se tournaient vers moi (je me rappelle celui d'une femme très fardée qui portait un chapeau vert avec une aigrette), et j'entendais les imbéciles de la rue d'Odessa crier à l'assassin derrière mon dos. Une main se posa sur mon épaule. Alors je perdis la tête : je ne voulais pas mourir étouffé par cette foule. Je tirai encore deux coups de revolver. Les gens se mirent à piailler et s'écartèrent. J'entrai en courant dans un café. Les consommateurs se levèrent sur mon passage mais ils n'essayèrent pas de m'arrêter, je traversai le café dans toute sa longueur et je m’enfermai dans les lavabos. Il restait encore une balle dans mon revolver.
" Qu'est-ce qu'ils attendent ? me demandai-je. S'ils se jetaient sur la porte et s'ils la défonçaient tout de suite, je n'aurais pas le temps de me tuer, et ils me prendraient vivant. " Mais ils ne se pressaient pas, ils me laissaient tout le loisir de mourir. Les salauds, ils avaient peur.
Au bout d'un instant, une voix s'éleva.
- Allons, ouvrez, on ne vous fera pas de mal.
Il y eut un silence, et la même voix reprit :
- Vous savez bien que vous ne pouvez pas vous échapper.
Je ne répondis pas, je haletais toujours. Pour m'encourager à tirer, je me disais : "S'ils me prennent, ils vont me battre, me casser des dents, ils me crèveront peut-être un œil." J'aurais voulu savoir si le gros type était mort. Peut-être que je l'avais seulement blessé... et les deux autres balles, peut-être qu'elles n'avaient atteint personne... Ils préparaient quelque chose, ils étaient en train de tirer un objet lourd sur le plancher ? Je me hâtai de mettre le canon de mon arme dans ma bouche et je le mordis très fort. Mais je ne pouvais pas tirer, pas même poser le doigt sur la gâchette. Tout était retombé dans le silence.
Alors j'ai jeté le revolver et je leur ai ouvert la porte.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου